Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Ανοίγει τα μάτια του χαμογελώντας και ξαφνισμένος και καλός, ψιθυρίζει: — Μπα! με πήρε ο ύπνος· πέρασε η ώρα. Πάμε να κοιμηθούμε...

Τότε εγώ εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του είπα·Διατί, φίλε μου, γελάς διά πράγματα τόσον σοβαρά και ωραία; Και αμέσως ο Διονυσόδωρος, — Μπα! και είδες ποτέ σου εσύ, μου είπε, Σωκράτη, κανένα πράγμα ωραίον; — Είδα, του απήντησα, και πολλά μάλιστα, Διονυσόδωρε. — Και αυτά αρά γε ήσαν διαφορετικά από το ωραίον, ή το ίδιο πράγμα με αυτό;

Ξέρεις, δεν έφταια εγώ. . . οι άλλοι. Τότε και ο Μάρτης επρόσθετε με αδιαφορίαν: — Μπα, δεν βαρειέσαι· περασμένα-ξεχασμένα. Κ' επανελάμβανον ήσυχοι το έργον των. Ο Μάρτης εφαίνετο ότι είχε παντελώς λησμονήσει και την ύβριν της γρηά Γαλανής και την προσβολήν των συναδέλφων του.

Α μπα! δεν ήταν τίποτα· ανατριχίλα ήταν, θα περάση. Δεν ήταν δα και τόσο γριά να πέφτη με το παραμικρό στο κρεββάτι! Μα το ρίγος σέρνονταν σα φίδι παγωμένο στο κορμί της. Οι σαγονιές της χτυπούσαν άναψαν τα μάγουλά της. Δέχτηκε τέλος να πέση στο κρεββάτι. Η Ελπίδα πήρε μια μάλλινη αντρωμίδα και τη σκέπασε καλά. — Έτσι θα ζεσταθής, Κυρά· της είπε σα να μιλούσε σε χαδιάρικο παιδί.

Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον. — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε; — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.

Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου·Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της.

Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος. — Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε; Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο. — Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά. Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε;

Και θα έρθει μια μέρα που θα μου στείλεις ανθρώπους και θα ζητάς να γίνεις δούλα μου.» «Μπα! και ποιόν θα παντρευτείς; Τον Βαρόνο του Κάστρου;» «Θα παντρευτώ ζωντανό εγώ και όχι πεθαμένο.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; θάνε κοινός ο βίος; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Πρόφθασε να φας σκατά! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπα, κοινά θάνε κι' αυτά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ δυσανασχετούσα• Μας τον γάμησες τον λόγο! θα σου τώλεγα και τούτο. Πρώτα πρώτ' απ' όλα τάλλα θα μοιράσουμε τον πλούτο• κι' ό,τι ο καθένας έχει• θα χωρίσω και τη γη ισα μερδικά να βγη.

Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν· μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του. . . Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη: — Μπα! είπε· δε δίνω ένα παρά εγώ.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν