Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. .. — Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της. Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.
Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.
— Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!
Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.
Κ' ύστερα πώφυγε, τύναξε στο κουμέρκι τον κορνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ' ένα λιθάρι κ' έρριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσε, διάτανε! άμ' που μ' έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση; Ακόμα βουίζουν τ' αυτιά μ' απ' την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π' να τους κάψ’ η αστραπή ντε.
Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, κατάχλωμος, είπε θυμωμένα: — Το σταυρό σου και συ! μουστόγρια. Τι είνε, τι είνε;. Ο γιόκας σου είνε, που με παιδεύει δυο μήνες. Τι είνε, τι είνε; Ο γιόκας σου που γέμισε τον κόσμο από λαθραία. Τι είνε, τι είνε; καμόνεσαι πως δε ξέρεις τίποτε. — Και πού ξέρω εγώ η κακομοίρα!.... Μπα! μου κόπηκε το αίμα μου!.....
ΧΙΟΣ. Όσκαι να σας χαρώ, αφ' το κρασί, και αφ' της χορούς ζαλήστηκα, κ' ήπεσα, και σαν ήκουσα το βρότος, είπα να σηκωθώ, και εν μπόρουμουν. ΑΣΤ. Και πες δα εσύ, μπα κ' ήτανε κάζο πενσάτο, ΧΙΟΣ. Έμ' έμαθεν ο πάης μου τα ταλλιάνικα, για να σας δώσω την απόκρισι, άθεν τ' όξερε που θα με ρωτάνε φράγκικα, μπόρειε να με τα μάθη. ΑΣΤ. Θα σε στείλω διάολε· κ' εσένα α ρέστο, κι' ας κοιμούσανε.
— Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας βρίσκεται. — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα; — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ. — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το ους του συναδέλφου του. — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.
— Και η νύμφη σας; — Καλέ θα φύγετε, έμαθα! μ' αυτόν τον καιρόν; — Δεν απεφασίσαμεν ακόμη τίποτε. Ίσως μετά τας εορτάς, . . Και σιγώτερα, εις το ους· — Καλέ, πώς σας εφάνη; η κυρία Κ . . . ν' αφήση τον άνδρα της! . . . — Η κυρία Α . . . θέλετε να ειπήτε. — Μπα! και η κυρία Α . . . ; περίεργον. Και πώς αυτό; — Πολλά λέγονται . . . . . Και λέγονται αληθώς πολλά, αναρίθμητα, ατελείωτα.
Μ' τι ήταν τούτ' ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν Αγιά-Παρασκευή 'στν εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν