Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν, τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαν τώρα πούχουμε Βουλή, επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ• κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτου όποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του. Α’ ΓΥΝΗ 'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.

Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα. Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ' όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ωνειρευότανε. Κι' ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια.

Όσοι βρίσκονται στην πόλι μερδικό θα παίρνουν όλοι, που τον ένα να μη βλέπης βουτηγμένον στον παρά, και τον άλλον φουκαρά. Ούτ' ο ένας νάχη αμπέλια και χωράφια για να ζήση, και ο άλλος να μην έχη ούτε τάφο, σαν ψοφήση. Ούτ' αμέτρητους τους δούλους νάχη πλέον ο μεγάλος, κι' ούτ' ακόλουθον ο άλλος. Τη ζωή κοινή θα κάνω, και δεν θάχη διακρίσεις, ούτε κάτω, ούτ' απάνω.

Είταν στην άκρη του νεκροταφείου, και στο σαρακωμένο κουτί του, που είταν γυρμένο από τον άνεμο και την πολυκαιρία, δεν έφεγγε καθόλου καντήλι. Κρίμα! Εγώ νόμιζα ως τα τώρα, ότι η φτώχεια μόνο στον Απάνω-Κόσμο είχε μερδικό!

Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα όπου έτρωγαν ο γέρος και η γρηά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά. Η Μηλιά ήταν δεκαφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν αι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγη ο γέρος εις τη γυναίκα του·

Πικρός στις μπερδεψιές ξεχωριστής ο ξένος ο περατινός που βγήκε απ’ τη φωτιά, τ’ ακονισμένο σίδερο· και της κληρονομιάς πικρός ο Άρης στάθηκε μα κι άξιος μεραστής και την κατάρα του πατρός έβγαλε αληθινή. Έχουν το μερδικό που ελάχανε· από τη μερασιά, ω οι μαύροι, των κτημάτων και κάτω απ’ το χώμα που τους σκέπασε άβυσσο πλούτο τώρα θα ’χουν.

Τον ακόλουθο χρόνο τον επεράσαμε πλέον ήσυχα. Έβλεπα μόνο τη γυναίκα μου ν' αναστενάζη κόπτοντας μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί εις τα παιδιά που μας απόμεναν. Εσυλλογούνταν η δύστυχη πως το παραπάνω ήταν το μερδικό των αποθαμμένων. Η κόρη μας είχε μεγαλώση και έφθασε στην ωμορφιά της μάννας της, καθώς που ήταν τον καιρό που σ' εξετρέλλαινε στη Σύρα.

Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.

Όταν πρωτόειδε ο Χαγάνος πως του πατάει το χτήμα ρίχτηκε να τον πετσοκόψη. Μα εκείνος με τις μαγλειφιές του τον καταπράυνε. Και τώρα; όχι μοναχά τον συμπάθησε μα του παραχώρησε κι άλλο να καλλιεργήση. Κολλήγα του τον έκαμε. Μερδικό θέλει, κι ας γίνη ό,τι γίνη. Για ιδές. Ο Αριστόδημος στύλωσε τα μάτια του κατά το χτήμα του Χαγάνου.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν