Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.

Κι όσο σ' αυτόν τον ψεύτικο τον κόσμο μας θα ζήσης, Τον Τούρκο, τον αντίχριστο, ποτέ μην αγαπήσης! — Κι απ' τότε ως που μεγάλωσα κάθε χειμώνα βράδυ, Ενώ απ' όξω η αστραπαίς έσχιζαν το σκοτάδι Κ' έβρεχε κ' έρριχνε 'ψηλάτα κορφοβούνια χιόνι Και δεν ακούγονταν ψυχή ούτε η φωνή του γκιώνη, Μ' έπαιρνε η μάνα ς' τη φωτιά κι' άρχιζε να μου λέη Ά, όχι τα συνήθηα Που λεν γρηούλαιςτα μικρά παιδάκια παραμύθια· Μώλεγε λόγια, που κι' αυτή διηγώντάς τα να κλαίη.

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.

Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, 485 και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια 490 με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.

Κεγώ δεν τόλμησα να ζητήσω εξήγηση, αν κιαυτό πούπε το Βαγγελιό δε μούτον ολότελα ευκολονόητο. Η αποσβόλωσή μου αύξαινε από τις πολλές απορίες, πούπεοαν διά μιας στο λογισμό μου. Γιατί τώρα δεν τολμούσα να κυτάξω το Βαγγελιό στα μάτια; Γιατί την ντρεπόμουνα, σα να την έβλεπα πρώτη φορά; Γιατί έλεγε πως τώρα που μεγάλωσα δεν έπρεπε να με φιλούν; Κεγώ πούμουν τόσον ανυπόμονος να μεγαλώσω!

Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Κ' οι ναύτες τους, κ' οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που είτανε ρηχά τα νερά, κ' έμειναν τα κατάρτια απ' έξω, και τάδερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφινε η φουρτούνα! Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πη ο Άη Βασίλης εκείνη τη μέρα.

Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... 195 ή κι' ανοιχτά, τι πιον εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; Πιος θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν