Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.

Στη διαταγή της γριας η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα κινήθηκαν. Στρώθηκε το τραπέζι, κάθησαν όλοι γύρα-γύρα, βλόγησε ο παπάς, σταυροκοπήθησαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, ξανασταυροκοπήθηκαν, κι' έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη πατηθούν και γείνη αμαρτία.

Έτσι ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη φωλιά.

Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.

Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανή στην αυλή.

Αντραλλεύτηκαν τα σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή. — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός πούρθες γερός και καλά! — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!

Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφητη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!

Το παράδειγμα της Γριάς μιμήθηκαν κι' η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα, και για κάμποση ώρα όλη εκείνη η χριστιανικώτατη τριάδα προσεύχονταν μπροστά στους εφέστιους θεούς της, ενώ η φωτόλουστη καντήλα πήγαινε πέρα-δώθε ακόμα μπροστά στες εικόνες, που είταν ζωγραφισμένες σ' ένα παμπάλαιο τριμόρφι, και μαζύ με την καντήλα πήγαιναν πέρα-δώθε κι' οι αργυρόχρυσες αχτίδες της κι' έδιναν μιαν άγια όψη παρεκκλησιού σ' εκείνη τη χριστιανική κατοικία.

Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη!

Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν