Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Αλλ' ο ημίονος, ως να εμάντευσε το φοβερόν του σχέδιον, ετίναξε διπλούν λάκτισμα εις τον αέρα και έφυγε τρέχων. Τότε ο Μανώλης ήλλαξε σχέδιον και δεσμεύσας τον Αναγνώστην εκ των ποδών και των χειρών, ως τράγον, τον εκρέμασεν εις υπερκείμενον κλάδον ελαίας. — Να σε μάθω 'γώ να δένης! ... του είπε.
Ο Μανώλης έκαμε μορφασμόν δυσαρεσκείας. — Χμ! αυτό μόνο θα του 'πης; ... .Αι, να μη του 'πης πράμμα, είπε με τόνον χολιασμένου παιδιού. Δε θέλω να του 'πης πράμμα. Εθάρρεψες πως εμένα με κουράζει η δουλειά; Χαρά στη δουλειά! ταφτί μου δε δρόνει! Και εκινήθη διά να φύγη θυμωμένος. — Μα δεν μπορώ ... .πώς μπορώ να του πω τέτοια λόγια; Είπεν η Πηγή με θλίψιν.
Η σκηνή αύτη επανελήφθη πολλάκις έκτοτε, ώστε ο ποιμήν, ο γέρω- Παππούς, απαυδήσας να πληρώνη τα πρόστιμα των αγροζημιών, απέπεμψε τον επιζήμιον βοσκόν. — Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει! Επανέλαβεν ο γέρω-Παππούς προς την χήραν την Αλτανού, ελθούσαν, με την μαύρην μανδήλαν της και την κατάμαυρην καρδίαν της, να παραπονεθή. Αλλ' εις το χωρίον δεν εφάνη πλέον ο Μανώλης. — Μη πνίγηκε! Μη μπαρκάρισε!
Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.
Αλλ' η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην, και απήτει να κηρύξη φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι θα του έδιδε ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμη ο Σπληνογιάννης, και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε μερωμένο ψωμί». — Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε μετά προσποιητής σοβαρότητος, δάκνων τα χείλη, ο Μανώλης.
Αφού τον επυροβόλησεν ο Στρατής, ετράβηξε και αυτός τον πασαλή του και ώρμησε κατ' επάνω του. Θα τον έσφαζε δε ως τράγον, αν δεν παρενέβαινεν η Πηγή, με την βοήθειαν της οποίας εύρε καιρόν ο αδελφός της να σωθή διά της φυγής. Ο Μανώλης δεν παρέλειψε ν' αναφέρη και τας υποψίας του ότι η Πηγή ήτο συνεννοημένη με τον αδελφόν της.
— Ίσα με το Μαβρικό θα πάω να μεταδέσω το μουλάρι. — Κεγώ στο Μαβρικό θα πάω να μαζόξω κολοκυθαθούς για ντολμάδες· μόνο στάσου να πηαίνωμε μαζή, να σου πω κιόλας. Ο Μανώλης την επερίμενε. — Κατέχεις το πως θα μαλώσωμε, Μανωλιό; είπεν η χήρα όταν τον έφθασε. Και με τόνον μητρικής μάλλον επιπλήξεως του είπε να μη ξανακάμη αυτό που έκαμε.
Πού να τον φθάσουν πλέον οι Αλβανοί; Έτρεχε με ταχύτητα αιγάγρου. Εν τοσούτω δεν παρέλειψε να περάση από τον δρόμον της Ζερβούδαινας. Εκεί εβράδυνε το βήμα του. Η χήρα εστέκετο εις την θύραν μέσα δ' εκάθητο η Μαργή και είχε τα μάτια κόκκινα από δάκρυα. — Φεύγω, γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς την μητέρα ο Μανώλης. Μόνο να μ' ανημένη το Μαρούλι. Ύστερ' από λίγον καιρό θαρθώ να την επάρω.
Ο Μουστοβασίλης, αναθαρρήσας από την έκβασιν της συζητήσεως, έπιεν εις υγείαν του συντέκνου: — Καλώς να σεύρω, σύντεκνε Μανωλιό. — Καλώς να ορίσης, σύντεκνε, απήντησεν ο Μανώλης, όστις με την βοήθειαν του οίνου είχεν ήδη λησμονήσει το φοβερόν βλέμμα, το οποίον εις την εκκλησίαν ενόμισεν ότι του εξηκόντισεν ο Χριστός εκ του τέμπλου.
Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της. Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν