Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουλίου 2025
Επεχείρησε και ο Μανώλης να μιμηθή τον γιατρόν και να φορέση «τσιτωτά», αλλά το αποτέλεσμα ήτο να σχίση τας χειρίδας ενός καπότου. Πού να περάσουν η ποδαρούκλες; Παραιτηθείς λοιπόν της φιλοδοξίας να μεταμορφωθή εις Ευρωπαίον, ήρχισε να κάνη τον τράγον. Και εισήρχετο εις τα σπίτια βαδίζων με τα τέσσερα και βελάζων.
Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.
Του είχεν επέλθη μία θαυμασία ιδέα, διά να τιμωρήση τον Τερερέν και τον εξευτελίση συγχρόνως ενώπιον της Πηγής. Ο ποταμός απείχεν ολίγας δεκάδας βημάτων, εγνώριζε δε ο Μανώλης ότι την ώραν εκείνην έπλυνεν εις τον ποταμόν η Πηγή. Το πράγμα του εφαίνετο ευκολώτατον. Ο ισχνός αντεραστής του δεν θα ήτο βαρύτερος από τας γρανιτικάς πέτρας τας οποίας εσήκωνε με τόσην ευκολίαν.
— Ας είνε, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, καταλαβαίνω 'γώ πως ό,τι κακό κιανε 'πής για την Πηγή ταχείλι σου το λέει μα η καρδιά σου δεν το λέει. — Δεν τήνε θέλω, δεν τήνε θέλω, λέω! είπεν ο Μανώλης συγκεντρών εις τελευταίαν αντίστασιν το ηττώμενον πείσμα του. Ρωμαίικα σου το λένε. — Για πε το χωρίς να φανούνε τα δόντια σου;
Αλλ' ο Μανώλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ' αρχάς να τον δέση εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίση έπειτα το ζώον διά να φύγη σύρον όπισθέν του τον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεώς του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούση κατά την μικράν του ηλικίαν.
Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρη!
Αλλ' ο Μανώλης συνήλθεν αμέσως, ιδών το τουρλωτόν φέσι του Θωμά, το οποίον εις μικράν απόστασιν εσείετο δεξιά και αριστερά, ως απειλή. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κατόπιν αυτών βιαστικός ποδοβολητός και ηναγκάσθησαν να παραμερίσουν διά να διέλθη όνος φορτωμένος χαμόκλαδα, υπό τον όγκον των οποίων το ζώον εχάνετο εντελώς, μεταμορφωνόμενον εις τεράστιον ακανθόχοιρον.
Τι; ένας νέος θεριό σαν κι' αυτόν, θάφηνε το Σμυρνιό, μιαν πιθαμή άνθρωπο, να του πάρη την κοπελιά; Ούτω ο Μανώλης ήρχισε να σκέπτεται ότι το μόνον εμπόδιον εις τον πόθον του ήτο ο Γιαννάκος και το πείσμα του εστράφη κατ' αυτού, εντός ολίγου δε μετεβλήθη εις θανάσιμον μίσος.
Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθή εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχωνται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθή προχείρως.
Την είδεν εις το παράθυρον και, αφού και πάλιν εδέχθη εις απάντησιν των ερωτολογημάτων του τα φάσκελά της, της είπεν: — Ό,τι κιάνε κάνεις, στα χέρια μου θα πέσης· δική μου θα σε κάμω. Ο Σμυρνιός δε σε θέλει, μόνο βγάλε τ' απού το νου σου. Η Μαργή από κόκκινη έγινε κάτωχρος. Ο δε Μανώλης είπεν ακόμη: — Ο ίδιος μου τώπε οψές τη νύχτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν