Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Συγχρόνως ο Μανώλης ο Πολύχρονος, όστις δεν έπαυσε να κατασκοπεύη μετά συντόνου προσοχής τα συμβαίνοντα όπισθεν του φράκτου, εστράφη τρέχων προς την πρώτην καμπήν της οδού κ' έγεινεν άφαντος.
Έπειτα ερρίφθη εις μίαν καθέκλαν και εφαίνετο κατάκοπος, ως να είχε σκάψη επί ώρας. Ο Μανώλης απομακρυνόμενος εσχεδίαζε φοβερά πράγματα, εκ των οποίων το μικρότερον ήτο να σκοτώση τον Τερερέν. &Να τον σχίση εις δύο, να τον κομματιάση&. Παρατηρών δε το από ξύλον πρίνου σπαθοράβδι του εμουρμούριζε: — Μια μαυτό στην κεφαλή τόνε φτάνει να μην πη μουδέ ω!
— Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.
Αλλά και ο Μανώλης απήντησεν ότι γυναίκα του θα εγίνετο μόνον η Ζερβουδοπούλα. Και οσάκις κατέβαινεν εις το χωριό δεν παρέλειπε να περνά από της Ζερβούδαινας. Η Μαργή όμως εξηκολούθει να τον αποφεύγη με αμείωτον αποστροφήν. Ούτε η δόξα του, ούτε ο αρραβών του Σμυρνιού μετέβαλαν την κατάστασιν.
Ο Μανώλης, μετά το ανδραγάθημά του εκείνο, ενόμισε την περίστασιν κατάλληλον διά να ομιλήση προς τον πατέρα του. Και εις την πρώτην ευκαιρίαν του είπε χωρίς πρόλογον και χωρίς περιστροφάς: — Αφέντη, εγώ θέλω να με παντρέψης ... Δε βαστώ μπλειο να μη μπορώ μουδέ να 'δώ την Πηγή. Α δε την μπάρω τουτονέ το μήνα, θα φύγη ο νους απού την κεφαλή μου.
Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν: — Από 'δα ήρχισες να τονε πονής; Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν' ακούση και ο Μανώλης: — Ας είνε, για ένα χατήρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.
— Είντα του ρέχτηκε; Τη νιότη του· θες άλλο; Ο νιος με τη νια κιοι γέροι καλή ψυχή. Την στιγμήν εκείνην ο Μανώλης, ως να κατελήφθη υπό αιφνιδίας φρενίτιδος, συνέκρουσε το ποτήρι του με τόσην ορμήν, ώστε το συνέτριψε και έξαλλος ανεφώνησεν: — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το ξύδι! — Να γενή λαδόξυδο! συνεπλήρωσεν ο Αστρονόμος, όλων επιγελώντων θορυβωδώς.
Ένας λόγος λέει πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Ο Μανώλης θα είχε την υπομονήν να ακούη επί ώρας την φλυαρίαν της Αλογόμυγιας, μόνον διά να βλέπη ούτω την Πηγήν απέναντι να του χαμογελά εις την υποσκίασιν του εκτυλισσομένου υφάσματος. Αλλ' ο Καρπάθιος τον ανεκάλεσεν εις το ανιαρόν καθήκον. Εις παρομοίας στιγμάς εσκέπτετο ότι οι αίτιοι της δυστυχίας του ήσαν οι κτίσται.
Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελλοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανώλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι: — Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, αι; Κεγώ το φοβήθηκα. Αι, μωρέ παιδιά, κακά πούνε στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό!
Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος. Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ' ην ο Μανώλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν