Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Και εκινήθη διά να βυθίση εκ νέου το παιδίον, αλλ' η Σαϊτονικολίνα επέμενε, παρά την γνώμην του συζύγου της, όστις δυσφορών είπεν εις τον ιερέα: — Κάνε, βλοημένε, τη δουλειά σου και μην αφουκράσαι. Ο Μανώλης ενόμιζε και αυτός ότι το όνομα ήτο Αγλαΐα.
Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.
— Του οποίου, βλουημένε, δεν σ' λέω πώς τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο; Ο Μανώλης ατρόμητος κρατεί διά της μιας χειρός το πηδάλιον κ' εκτείνων την άλλην, προσπαθεί να συλλάβη το ηνίον του όνου και συγκρατήση αυτόν. Αλλ' αι ριπαί του μαΐστρου επέρχονται αλλεπάλληλοι μετά χιονοβολής.
Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν.
Η Πηγή εφάνη σκεπτομένη· έπειτα δε με μικρόν δισταγμόν είπε: — Να του μιλήσω κεγώ; Ντρέπομαι, μα θα του το πω ... Ο Μανώλης ανετινάχθη, με λαμποκόπημα χαράς εις τα μάτια. — Ναι, να του πης πως δε μας εγνοιάζει μας κιάν δεν είνε τελειωμένο το σπίτι ... Η Πηγή τον προσέβλεψεν απορούσα. — Ώστε να τελειώση το σπίτι, ας κατοικήσωμε στον οντά μας, εξηκολούθησεν ο Μανώλης.
Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθή «να τον κάμη άνθρωπον»· δεν ήθελε να μείνη το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον και την επιούσαν τον ωδήγησε διά της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκκαλα γερά, δάσκαλε». Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ' ο Μανώλης, ο αμεσώτερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του· και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του διδασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν.
Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.
Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.
Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.
Ο Μανώλης υπεχώρησεν από την δευτέραν έφοδον με δύο αντίθετα αισθήματα· με υπερηφάνειαν εφήβου όστις πρώτην φοράν ανεκάλυπτεν εις το θάρρος του τον άνδρα, και με ταπείνωσιν ανδρός όστις ήκουε να τον υβρίζουν και να τον προκαλούν, χωρίς να δύναται να κλείση το στόμα του υβριστού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν