Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβούμενος μη σου συμβούν ετούτα ζούσες από την Κόρινθο μακριά, άναξ Οιδίπου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμενος μη τον πατέρα μου ποτέ σκοτώσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Γιατί λοιπόν την λύτρωσιν από τους φόβους τούτους εδώ δεν σου ’φεραν τ’ αγγέλματά μου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βέβαια χωρίς ανταμοιβήν δεν θ’ απομείνης. ΑΓΓΕΛΟΣ Γι’ αυτό κι εγώ να σου τα ’πω γλίγωρος ήλθα να ιδώ κι εγώ κάτι καλόν όταν γυρίσης.
Αλλά δεν σκέπτεσαι και τούτο, ότι οι πατέρες και αι μητέρες ανταμείβουν τα τέκνα των, τα οποία προκόπτουν εις τας τέχνας εκείνας, καθ' ον τρόπον ανταμείβονται καθ' εκάστην και οι παράσιτοι; Καλά έγραψε το παιδί, λέγουν• δόστε του να φάγη• δεν έγραψε καλά• μη του δώσετε. Ούτω το πράγμα και ως αμοιβή και ως τιμωρία φαίνεται σπουδαίον.
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις! 345 τι το κακό που μούκανες, αχας μπορούσα ο ίδιος έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.
— Τω όντι, απαντά· δίκαιον έχεις· αλλ' απομακρύνθητι λοιπόν, διά να μη πάθης και συ τα ίδια, και δεν αντέχεις. Απεσύρθην και εκρύβην όπισθεν φράκτου, εκ φόβου μη ο Άνθρωπος στραφή και κατ' εμού, παρετήρησα δε καλώς την σκηνήν εκείνην. Ο Άνθρωπος έδερεν, και όμως ύβριζε· το ζώον εδέρετο, και όμως εσιώπα.
Όστις δε αγαπά την πατρίδα του, ας ομονοή, μετά των συμπολιτών του, ενθυμούμενος τον Αριστείδην εις την Σαλαμίνα, προσφέροντα φιλικήν την δεξιάν του εις τον εχθρόν του Θεμιστοκλέα. Ας μη φθονώμεν, ας μη αντιπράττωμεν ποτέ τους ικανωτέρους, τους εμπειροτέρους, τους εμφρονεστέρους ημών· αλλά προθύμως συντρέχοντες αυτούς, ας ωφελώμεθα και ημείς και η πατρίς υπό της ικανότητος και της πείρας αυτών.
Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . . Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.
Τα ροδοκάλια της αυγής της δύσης η πορφύρα Μες την πανώριαν όψη της αδερφικά είχαν σμίξει. Τα χέρια της με της ποδιάς την άκρη άστοχα παίζαν Και μια της φτέρνα εσύντριφτε της γης εν' άγριο γιούλι. Καλότυχο χίλιες βολές της γης το λουλουδάκι Που ξεψυχάει παράκαιρα κάτου από τέτοια φτέρνα. — Μη γιατί κλαίω, γιατί βογγώ; της κρένει ο Λάμπρος πάλε.
Η βασιλεία είναι κτήμα επισφαλές, πολλούς έχουσα εραστάς, ο δε πατήρ μας είναι γέρων και προβεβηκώς· μη δίδης λοιπόν τα αγαθά σου εις άλλους.» Και η μεν κόρη, διδαχθείσα από τον πατέρα της, τοιούτους έλεγε λόγους πειστικωτάτους· ο δε Λυκόφρων απεκρίθη ότι ποτέ δεν θα υπάγη εις την Κόρινθον ζώντος του πατρός του.
— Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. — Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά! — Αχ!
Αλλά τέλος ο μέλλων να κομίση τας τελευταίας αυτού επιστολάς προς τον Αρτάβαζον, Αργίλιός τις, όστις άλλοτε παις ων ηγαπάτο υπό του Παυσανίου και τότε ήτο εμπιστευμένος αυτού, εγένετο ως λέγουσι μηνυτής του· φοβηθείς ούτος επί τη αναμνήσει ότι ουδείς των προαπεσταλμένων επέστρεψεν οπίσω, και παραποιήσας τας σφραγίδας, ίνα μη ανακαλυφθή εάν ηπατάτο εις τας υπονοίας του, ή εάν ο Παυσανίας του εζήτει να τω επιστραφούν αι επιστολαί διά να επιφέρη μεταβολήν τινα εις τα γραφόμενα, αποσφραγίζει αυτάς υποπτευόμενος ότι περιείχετό τι κατ' αυτού εν αυταίς και εύρεν ότι διετάττετο η θανάτωσίς του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν