Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι.
— Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!... Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση! Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση, να βουλιάξη, να καή.
Η Σμάλτω ήκουεν ευκρινώς τους κωδωνίσκους των προβάτων όπισθεν των θάμνων της αφροξυλιάς, αλλ' ήθελε να μάθη αν και ο Μήτρος, ο βοσκός αυτών, ήτο εκεί. Κατείχεν όλην της την προσοχήν αυτή η σκέψις· εβασάνιζε την ψυχήν της ολόκληρον αυτή η αμφιβολία. Καλλίτερον να ήτο και να μην ήτο πάλιν καλλίτερον, εσκέπτετο.
ΚΕΝΤ Είμ' ένας άνθρωπος, αυθέντα μου. ΛΗΡ Τι θέλεις εδώ; Τι επαγγέλλεσαι; ΚΕΝΤ Τι επαγγέλλομαι; Να μην είμαι χειρότερος από ό,τι φαίνομαι — να υπηρετώ πιστά όποιον μ' εμπιστεύεται· ν' αγαπώ τους καλούς — να τα ταιριάζω με τους φρόνιμους και με όσους έχουν τα λόγια των ολίγα· να φοβούμαι τον νόμον· να πολεμώ, όταν δεν ημπορώ να το αποφύγω, και να μην τρώγω ψάρι . ΛΗΡ Τι είσαι;
Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.
Εγώ τότε έμεινα εκεί με άκραν μου λύπην εις μορφήν τοιούτου ζώου, εις τόπον άγνωστον, μην ηξεύροντας εις ποίον μέρος του κόσμου ευρισκόμουν, σιμά ή μακράν από το βασίλειον του πατρός μου.
— Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναν 'ς τη Δύση Τους απαντούν 'ς τα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.
Εξοπίσω πάει ατός του Και το Γάιδαρον ομπρός του Για να μην αργοπατάη, Με το ξύλο τον χτυπάει· Και το δόλιο το Γομάρι Γληγορεύει το ποδάρι, Κι' αγωνίζεται με γνώση Της ξυλιαίς για να γλυτρώση. Τα διο πρόβατα, σα ζώα Απονήρευτα κι' αθώα Δεν τηράν παρά να σώσουν Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρώσουν.
Θέλησε να πάρη ψυχοκόριτσο έν' αρφανό, πού κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήτον πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!», για να μην κολάζη την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξη, ύστερ' από τρεις 'μέραις αφού το πήρε στο σπίτι της. Καμπόσες φορές είχε κάμη κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμμένους.
Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν». Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν