Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Με πάτημα γοργό. 1260 Τα διο θηρία τότε Με πόνου στενασμό, Ω τρέλα! λεν' ω γνώμη Χωρίς συλλογισμό! Μαλόσαμαν οι άθλιοι 1265 Σχεδόν ως τη σφαγή, Τοιμάζοντας και μόνον Της Αλουπούς φαγί. Γ έ ρ ο ς και Θ ά ν α τ ο ς. Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγγη, Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε, 1270 Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο, Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη.

Και καταριέται η εργατειά κ' οι ξενοδουλευτάδες Κ' έρχονται και φωνάζουνε και λεν του βασιληά τους, Ή να γιατρέψη το κακό που εγείνηκετη χώρα Κι' ο ήλιος εσταμάτησε, ή θε να τον σκοτώσουν. Ο βασιληάς στέλνει ρωτά μια μάγισσα μεγάλη. — Μάγισσα, ποιο είνε το κακό, που εγείνηκετη χώρα, Κι' ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη; — Κάνα κακό δεν έγεινετη χώρα, βασιληά μου.

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.

Μοναχά το βράδυ βράδυ, Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια, Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα. Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται; — Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.

Τότε έτσι μούρθε το σπαθί να πάρω ναν τον σφάξω, μα κάπιος με ξεχόλιασε θεός θυμίζοντάς μου την καταδίκη του λαού, του κόσμου τις βλαστήμιες, 460 α θε με λεν πατροφονιά παντού μες στην Ελλάδα· Μα ο γέρος να μου βαργομάει κι' εγώ στο σπίτι πάντα να σουρταφέρνω, πια η καρδιά δε βάσταε μου στα στήθια.

Πήγαινε, κι όλο πήγαινε δυτικά, τραβήξαντας από τα βάθια του κόρφου, από τα παλιά δηλαδή το Βυζάντιο. Σαν πέρασε τα δυο μίλια και δε σταματούσε, άρχισαν οι ακόλουθοι του να παραξενεύουνται· και του λεν πως τέτοια περιοχή μήτε μια νέα Ρώμη δεν τη χρειάζεται. «Εγώ θα πηγαίνω ομπρόςαπολογιέται ο Βασιλέας «ώσπου να με σταματήση ο αθώρητος Οδηγός που μου δείχνει το δρόμο

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν