United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, Ας σταθούμε επιζωής μας, Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο.

Η αρρεβωνιστική του η Αννέζα είχε και αυτή μεγάλο πείσμα και πολλές φορές τον εξέβρισε, χωρατά κι' αλήθεια, ονομάζοντάς τονε άστατο ανεμόμυλο, ενώ εκείνος εγελούσε, λέγοντάς της να μένη ήσυχη. Ως τόσο εγίνηκε γνωστό πως εις του γέρω Μαρούπα το χωριό, θα είνε χοιροσφάγια, το βράδυ της Κεριακής που ερχότανε.

Τότε της απεκρίθη ο Αϊδήν ότι όχι μόνον αυτήν, αλλά κάθε άλλην που θα ήθελε του διηγηθή, ήθελεν έχει μεγάλην ευχαρίστησιν διά να την ακούση, ώστε απεφάσισεν ότι την ερχομένην ημέραν ήθελε την ακροασθή. Ερχομένη λοιπόν η ημέρα κατά την υπόσχεσιν που είχεν η Μεδινά, εξύπνησε την Χαλιμάν, λέγοντάς της να διηγηθή την ιστορίαν που υπεσχέθη. Και η Χαλιμά εσηκώθη ευθύς, και άρχισε να λέγη.

Τότε ο βασιλεύς, σιμά εις την φιλοδωρίαν που μου εχάρισε, μου ενεχείρησεν ένα πλουσιώτατον δώρον διά τον βασιλέα της Βαβυλώνος Χαρούμ Καλίφην, προστάτην της πίστεως, συντροφιασμένον με μίαν επιστολήν προς αυτόν, λέγοντάς μου· σε παρακαλώ εκ μέρους μου να προσφέρης αυτό το δώρον εις τον βασιλιά σου Καλίφην, και να τον βεβαιώσης εκ στόματος διά την αγάπην και φιλίαν προς αυτόν.

Εκείνη η σκλάβα κατά τύχην έπιασεν εμένα, και με έφερεν εις την κυρίαν της, η οποία βλέποντάς με, ήνοιξεν ένα κουτί που είχε μίαν αλοιφήν, και μου άλειψε τα ρουθούνια λέγοντάς μου· «Ω άνθρωπε άφησε την μορφήν του ελαφιού, και λάβε την φυσικήν σου». Ευθύς δε που εφώνησεν αυτά τα λόγια ευρέθηκα καθώς ήμουν πρώτα, και έπεσα εις τους πόδας της κυράς διά να την ευχαριστήσω.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

Ο βασιλεύς αυτός με εδέχθη με μεγάλην του χαράν και ευχαρίστησιν, λέγοντάς μου, ότι η μακρά και πολυχρόνιος αργοπορία μου του επροξενούσε μεγάλην αδημονίαν. Αλλ' όταν του εφανέρωσα τα παράδοξα συμβάντα που μου ηκολούθησαν και εις εκείνο το ταξείδι έμεινεν εκστατικός και επρόσταξε να γραφούν τα τόσα μου συμβεβηκότα.

Και περιτρίγυρα στις αθάνατες αυτές ομορφιές οι Κωσταντινουπολίτες, ζωεροί, λάλοι, ενθουσιασμένοι, μεθυσμένο: από χαρά πανηγυρική, μαζευόντανε με τις χιλιάδες να δουν τα θεάματα, να καμαρώσουνε μεγιστάνες, να χαιρετήσουνε βασιλιάδες, και να τραγουδήσουνε μάλιστα, αν είτανε Μάης μήνας, τανοιξιάτικό τους εκείνο, λέγοντας οι Πράσινοι Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει,

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς λοιπόν; για λέγε: τάχα πώς μ' αυτά θα μ' ωφελήσης; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ναι, θα δέρν' όπως εσένα, και τη μάννα μου επίσης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς;!... Τι λες!... τι λες!... να κι' άλλο κακό τούτο πειο μεγάλο! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι λες: αν με τον Ήττονα τον λόγον σε νικήσω, λέγοντας και τη μάννα μου πως πρέπει να χτυπήσω;

Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε…Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!