Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατώρθωσε ν' αυτοσχεδιάση μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον: Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα, Να μη σε δέσω πέρα 'κέ να στέκης σαν το χτήμα .
ΣΕΒΑΣΤ. Λέγε καλύτερα, όπου τάκλεψαν. Βγαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ και ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Όπισθεν της Ναυμαχίας, εστράφησαν δεξιά, διότι ήθελαν, μετά τον αγρόν του Βατικανού, να πλησιάσουν τον ποταμόν, να τον διαβώσι και να διευθυνθώσι προς την Φλαμινιανήν Πύλην. Αίφνης ο Χίλων εσταμάτησε τον ημίονόν του. — Αυθέντα! Μου ήλθε μία ιδέα! — Λέγε, είπεν ο Βινίκιος.
Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω.
— Αλλά μοι φαίνεται, είπεν ο Σχολάριος, ότι ουδείς των θύραθεν φιλοσόφων ηδύνατο να λύση ορθότερον το ζήτημα τούτο ή όσον το έλυσαν οι ημέτεροι. — Αγνοώ τα περί τούτου, είπεν ο Πλήθων. — Κακώς πράττεις ν' αγνοής, είπεν ο Σχολάριος. Θα μοι επιτρέψης να σοι αναπτύξω το δόγμα τούτο; — Λέγε — Ιδού.
ΑΡΙΕΛ. Η έκτη ώρα· καιρός, εις τον οποίον, κύριέ μου, ως είπες, θα πάψουν η εργασίες μας. ΠΡΟΣΠ. Το είπα, από τη στιγμή, πού επροξένησα την τρικυμία. Λέγε, πνεύμα μου, τι κάνει ο βασιλέας με τους άλλους;
Θέλω δε να ειπώ το εξής: Άραγε ένα είδος κινήσεως παραδέχονται, ή δύο, καθώς νομίζω εγώ, αλλά ας μη το νομίζω μόνον εγώ αλλά και συ λάβε μέρος, διά να υποφέρωμεν το βάρος μαζί, αν γίνη ανάγκη. Λοιπόν λέγε: άραγε δεν ονομάζεις κίνησιν όταν ένα πράγμα αλλάζη τόπον ή και στρέφεται εις τον ίδιον τόπον; Θεόδωρος. Μάλιστα. Σωκράτης. Τούτο λοιπόν ας το θεωρήσωμεν έν είδος κινήσεως.
Έτσι μπορούσε να απελευθερωθεί από το πιο αισχρό μέρος του βάρους που τον πλάκωνε: από τη σιωπή. «Λέγε μου», είπε, ενώ ο Έφις πήγαινε να καθίσει στη συνηθισμένη θέση χωρίς ν’ αφήσει το καλάθι από το χέρι του. «Λέγε!», επανέλαβε δυνατότερα όταν είδε τον άλλο να σιωπά. «Τώρα;» ο Έφις αναστέναξε. «Και τώρα; Οι κυράδες μου ηρέμησαν κάπως επειδή τους υποσχέθηκα να σε διώξω, καταλαβαίνεις; Πιστεύουν ότι τις συναλλαγματικές τις υπόγραψε πράγματι ο ντον Πρέντου κι εγώ δεν είχα το θάρρος να τους πω την αλήθεια επειδή οι υπογραφές είναι ψεύτικες, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, έτσι δεν είναι; Α, Τζατσίντο, ψυχή μου, τι έκανες!
Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίμα 'ς τα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.
— Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους ονοματίσω πάλιν ένα κ' ένα; Μάτια είχαν κ' εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός. — Ελέησόν με ο Θεός.... — Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός τακούει. — Θέλω να τακούω κ' εγώ. Ξεθυμαίνω. — Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης! Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν