Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει· — Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Ο δε βασιλεύς της Θέμπας με οξύτητα ξεπεζεύοντας παίρνει εις τας αγκάλας του την αγαπημένην του γυναίκα, και γεμάτος από αγαλλίασιν της λέγει· αχ! βασίλισσά μου, με τι μάτια κυττάζεις ένα συμβίον που σε εκαταφρόνεσε τόσον; μα αλλοίμονον εις εμέ, εις τι τυφλότητα έπεσα να παιδεύσω μίαν ανεύθυνον; παρακαλώ σε μη με μισήσης ότι εγώ δεν έχω το φταίξιμον, αλλά οι μαγείες εκείνης της μιαράς με εθάμπωσαν, και έκαμα τέτοιαν ανομίαν, και διά τούτο παρακαλώ να συμπαθήσης το σφάλμα μου.
Και ο Σιμμίας είπεν· Αλλ' όμως, Σώκρατες, τώρα τουλάχιστον και εγώ ο ίδιος νομίζω ότι ο Κέβης κάτι σωστόν λέγει· διότι διά ποίον τάχα λόγον άνθρωποι αληθινά σοφοί θ' απεφάσιζαν να φύγουν από κυρίους καλυτέρους του εαυτού των, και να τους αφήσουν χωρίς να λυπηθούν διά τούτο; Και μου φαίνεται ότι ο Κέβης κτυπά με τον λόγον του σε, ότι τόσον εύκολα το βαστά η καρδιά σου να φύγης και από ημάς και από καλούς κυρίους, καθώς και συ το ομολογείς, τους θεούς.
Τότε εκείνος ο νέος σηκώνωντας τα ρούχα του έδειξεν εις τον βασιλέα ότι από τον ομφαλόν και άνω ήτον άνθρωπος, το δε λοιπόν ήτο μάρμαρον μαύρον· και εις τούτο ο βασιλεύς έμεινεν εκστατικός. Ο νέος του λέγει· ιδού άκουσε την ιστορίαν μου.
Τότε η γυναίκα μου λέγει· ήξευρε ότι εγώ είμαι μία εξωτική· ιδού που σου εφύλαξα την ζωήν, διά την αγάπην και περιποίησιν που έδειξες εις εμένα, και ήξευρε ότι έχω θυμόν και οργήν ακατάπαυστον εναντίον των αδελφών σου, και θέλω κάμει παντοίους τρόπους διά να τους καταβυθίσω εις την άβυσσον της θαλάσσης μαζί με το πλοίον τους.
Όταν επαρουσιάσθη εις την σπιτονοικοκυράν ο Βαγγέλης διά να ενοικιάση το δωμάτιον, επαρουσιάσθη ως μπεκιάρης και ως μέλλων να ζη μοναχός του. Ύστερ' από λίγας ημέρας της λέγει έξαφνα, ότι έχει μίαν γυναίκα και σκέπτεται να την φέρη εδώ. Η κυρά Γιάνναινα αμέσως υπώπτευσεν, ότι θα είχε καμμίαν «λεγάμενη». — Αυτά δεν τ' ακούω εγώ, του λέγει· εσύ μου είπες πως είσ' εργένης· για εργένη σ' έβαλα.
Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.
Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς.
Τότε αυτός μου λέγει· φυλάξου να μη φανερώσης πλέον το γένος σου εις κανένα καθότι ο βασιλεύς της πόλεως ταύτης είνε εχθρός θανάσιμος του πατρός σου και όταν σε μάθη δύναται να σε κακοποιήση· και αυτή η είδησις μου επρόσθεσε λύπην όταν έμαθα το όνομα του βασιλέως εκείνου.
Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν