United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ του έταξα να ευρεθώ μόνος μου εις τον ίδιον τόπον την ερχομένην ημέραν, καθώς έγινεν. Ο ευνούχος έρχεται και λέγει· έλα μετ' εμένα διά να ευρούμεν τόπον αρμόδιον διά να συνομιλήσωμεν.

Αφού τελείωσεν η συζήτησίς σας, με επλησίασεν, εκεί που περιπατούσα, κάποιος από τον κύκλον σας, άνθρωπος με πολύ μεγάλην ιδέαν διά τον εαυτόν του, από εκείνους που έχουν έργον να συγγράφουν λόγους διά τα δικαστήρια, και μου λέγει·Εσύ, δεν ήκουσες αυτούς τους σοφούς; — Όχι, δυστυχώς, του απήντησα ήτον τόσον πλήθος, που δεν ημπόρεσα να πλησιάσω αρκετά ώστε να ακούω. — Και όμως άξιζε τον κόπον να τους ακούσης, μου είπε. — Διατί; τον ηρώτησα.

Αυτή λοιπόν, ω κυρία, είνε η πολύαθλός μου ιστορία. Τότε η Ζωηδία του λέγει· έχε την ελευθερίαν σου και πήγαινε όπου σου αρέσει· αυτός την παρεκάλεσε διά να μείνη μαζί με τους συντρόφους να ακούση την ιστορίαν και των άλλων τριών ξένων και έλαβε την άδειαν.

Μαθαίνοντας αυτός ο πραγματευτής την δυστυχίαν του γαϊδάρου από τον γεωργόν, το βράδυ αφού αποδείπνησεν, εβγήκεν έξω το φεγγάρι με τα παιδιά του και με την γυναίκα του, σιμά οπού ήτον το παχνί του γαϊδάρου, και του βοϊδιού, διά να ακούση τι θέλει ειπεί ο γάιδαρος του βοϊδιού δι' όσα έπαθε· τότε ακούει τον γάιδαρον και λέγει· τι σου φαίνεται, φίλε; πώς περνάς; Απεκρίθη το βόιδι· σε ευχαριστώ, αγαπητέ μου φίλε, διά την συμβουλήν που μου έδωκες· αφού έφυγες εσύ εγώ έφαγα όσα άχυρα ηύρα, και αναπαύθηκα έως το βράδυ, και τώρα είμαι ευχαριστημένος.

Το Τελώνιον ακούοντας τούτο το όνομα άρχισε να τρέμη, και λέγει· ομνύω εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ότι ήμουν μέσα εις τούτο το αγγείον, και τούτο είναι αληθέστατον διά τον όρκον μου.

Ομιλώντας προς τους καλεσμένους φίλους ο Σεβάχ Θαλασσινός, λέγει· είχα αποφασίσει οριστικώς να καθήσω ήσυχος εις την Βαβυλώνα, καθώς σας διηγήθην χθες, χωρίς να επιχειρήσω άλλα ταξείδια, όμως αφού επέρασεν ολίγος καιρός, όντας νέος και επειδή εσυνήθισα να βλέπω νέους κόσμους, να μανθάνω νέα ήθη, δεν εδυνήθην πλέον να υποφέρω τοιαύτην ζωήν οκνηράν και άπρακτον και μου εφαίνετο ότι ευρισκόμουν εις φυλακήν.

Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, 1015 Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μον ένα να πασκήσης Ακόμα ν' αποχτήσης Κυρ Κόρακα, μ ι α λ ά. 1020 Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει 1025 Σε όσα αυτή μας λέγει· Μον όπιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.

Αφ' ου λοιπόν αυτός είπε ταύτα, οι παρευρισκόμενοι εχειροκρότησαν δυνατά ότι καλά λέγει· και εγώ είπον: Σωκράτης Πρωταγόρα, εγώ τυχαίνει να είμαι άνθρωπος ξεχασιάρης, και αν κανείς μου μακρολογή, λησμονώ το αντικείμενον διά το οποίον γίνεται η ομιλία.

Όταν εκείνος ο βασιλεύς υπάγη εις περιδιάβασιν κάθεται επάνω εις θρόνον υψηλόν και μεγαλοπρεπή, κατασκευασμένον επάνω εις Ελέφαντα· εις το έμπροσθεν μέρος του θρόνου στέκει ένας αρχιστράτηγος ενδεδυμένος στρατιωτικά χρυσά με χρυσούν σκήπτρον, ομοίως και από το όπισθεν ένας άλλος παρόμοιος, κρατώντας χρυσούν κοντάριον, συντροφιασμένος με όλην την παράταξιν των μεγιστάνων και αρχόντων του παλατίου, προπορευομένων των σωματοφυλάκων έως δέκα χιλιάδες τον αριθμόν· τότε ο έμπροσθεν αρχιστράτηγος μεγαλοφώνως λέγει·

Η Χαλιμά, αντί να αποκριθή της αδελφής της, γυρίζει προς τον βασιλέα και του λέγει· παρακαλώ την βασιλείαν σου, αν ορίζη να μου χαρίση ταύτην την παρηγορίαν, διά να ευχαριστήσω την αδελφήν μου. Λέγει ο βασιλεύς· ας γίνη το θέλημά σου· και αφού συνωμίλησεν ερωτικά με τον βασιλέα, λέγει του βασιλέως και της αδελφής της· άκουσε, αγαπημένη μου Μεδινά· και ήρχισεν κατά τον ακόλουθον τρόπον.