Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήρι 'Σ το χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.
Κύτταξε τώρα, τι καλά οπού ήλθεν ο χω- ρατάς! Χίλια χρόνια να ζήσω, δεν θα το λησμονήσω. «Αλήθεια, Ζουλή,» λέγει· και το γλυκόν ανοητάκι αφίνει τα κλαύματα και του κάμνει, ναι. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλά, καλά! Άφησέ τα τώρα αυτά, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι, Κυρία· αλλά δεν ημπορώ να μη γελώ, όταν μ' έρχεται εις τον νουν πώς άφησε τα κλαύματα, και του κάμνει, ναι.
Σου αφίνω υγείαν, βασιλέα μου, είπε γυρίζοντας προς αυτόν, και πιάνοντάς τον από το χέρι του λέγει· είμαι δυναστευμένη να σε απαραιτήσω, ας είσαι βέβαιος όμως πως μίαν ημέραν θέλομεν ανταμωθή πάλιν, και ανίσως και σε εύρω αγαπητικόν σταθερόν, δεν θέλω λάβει άλλον νυμφίον παρά εσένα. Έτσι λέγοντας αυτή έγινεν άφαντος.
Εις τούτο το αναμεταξύ βλέποντας η Χαλιμά να πλησιάση η ώρα που ο βασιλεύς έμελλε να υπάγη εις το προσκύνημα, διέκοψε την διήγησιν της ιστορίας. Τότε η Μεδινά η αδελφή της λέγει· αγαπητή μου αδελφή, σε παρακαλώ να μη με υστερήσης το επίλοιπον της ιστορίας την ερχομένην αυγήν, διά να ιδώ πώς ετιμώρησεν εκείνος ο βασιλεύς την μάγισσαν, και τι τέλος έλαβε.
Το Τελώνιον θυμωμένον λέγει· πώς ομιλείς με τόσην αυθάδειαν, ονομάζοντάς με πονηρόν και άλαλον; ετοιμάσου διότι θέλω να σε θανατώσω.
Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση αναποδογυρίζει τις θάλασσες. — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι! Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον.
Τότε ο βασιλεύς στοχαζόμενος το πράγμα αξιοθαύμαστον και περίεργος διά να ιδή ένα τέρας, λέγει· κάμετε γρήγορα καθώς σας επρόσταξα· και παρουσιάσατέ μου εδώ την μαϊμούν την τόσον εξαίρετον.
Τότε ο γέρων του λέγει· θέλω να προσμένω και εγώ εδώ διά να ιδώ το Τελώνιον και να γίνω μάρτυς εις τέτοιον συμβάν, και εκάθισε σιμά του συνομιλώντας παρόμοια. Και μετ' ολίγον ιδού έρχεται ένας άλλος γέρων με δυο σκυλλιά μαύρα συντροφεμένος, επλησίασεν αυτούς, τους εχαιρέτησε και τους ηρώτησε πώς ευρέθησαν εις ένα τέτοιον έρημον τόπον.
Αυτή μου λέγει· και πώς ήλθες εδώ; εγώ έχω είκοσι χρόνους που δεν είδα άλλον άνθρωπον εκτός σου· και λέγοντάς ταύτα ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας. Τότε εγώ της διηγήθην όλα μου τα συμβάντα, και πώς κατήντησα εκεί, ομοίως και το γένος μου.
Ερωτά την βασιλοπούλαν με θυμόν· τι σου συνέβη; διατί με κράζεις; Τότε η βασιλοπούλα του λέγει· μου ήλθε λιποθυμία έξαφνα, και εμποδισθείσα έπεσα επάνω εις τον καθρέπτην και τον ετσάκισα, και τούτο είνε το συμβάν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν