Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μιαν ημέρα βαριά φορτομένος, Περπατόντας σ' ορθό μονοπάτι, Οχ τον κόπο, και κάμμα του ήλιου 1275 Την ανάσσα να πάρη δε φτάνει. Σ' ένα, όχτο τ' ανάσκελα πέφτει· Και στο μέγα πολύ κούρασμά του Τη ζωή του μισόντας βαριέται, Και το χάρο με πόθο του κράζει. 1280 Να ο χάρος ομπρός του πετιέται, Το δρεπάνι κρατόντας στο χέρι, Μ' άγριαν όψι, και σχήμα τρομάρας, Για είμαι, Γέρο, του λέγει· τι θέλεις;

Ευθύς ο δεύτερος γέρων που είχε τα δύο σκυλλιά εγύρισε προς το Τελώνιον και του λέγει· θέλω να σου διηγηθώ εκείνο που συνέβη μεταξύ εμού και τούτων των δύο σκύλλων, και είμαι βέβαιος ότι θέλει φανή πλέον θαυμασιωτέρα από εκείνην που ήκουσες, αλλ' όταν σου αρέση μου χαρίζεις το δεύτερον τρίτον της συμπαθείας του πραγματευτού; Λέγει το Τελώνιον θέλω σου κάμει ό,τι ζητείς.

Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μόν ένα να πασχήσης Ακόμα ν' αποκτήσης Κυρ Κόρακα, μυαλά. Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει Σε όσα αυτή μας λέγει· Μόν όποιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.

Αύριο να τραβήξουμε, παιδιά, για τον Τσουγκριά. Έχουμε καιρό να πάμε. Και είναι καιρός της ζαργάνας. Σεπτέμβριος μήνας, και πέφτει εκεί ψάθα. Δεν ετελείωσε την ομιλίαν του ο καπετάν Γιάννης, μ' ένα μεταξωτό μανδήλι εις τον σκούφον του γύρω, και παραιτήσας το κουτάλι έξαφνα λέγει·Δεν μ' αρέσει, παιδιά, ο καιρός απόψε. Και έρριψε βλέμμα περίφροντι προς την ωραίαν τράταν του.

Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου!

Λέγοντας έτσι εκίνησαν μαζί με τον Κουλούφ διά να πηγαίνουν. Φθάνοντας δε εμπρός εις ένα μετζίτι, η γραία του λέγει· καρτέρει με εδώ, ω αυθέντη, έως να γυρίσω.

Τα λοιπά πρόσωπα όχι μόνον δεν σηκώνονται ουδέ μίαν γραμμήν υπεράνω της εποχής των, αλλά συναποτελούν όλα σύμπλεγμα προωρισμένον από τον ποιητήν να την παραστήση εις τα κυριώτερα γνωρίσματά της, οποίαν την χαρακτηρίζει ο Αμλέτος όταν λέγει·

Ο βεζύρης εθαύμασε το φαινόμενον, και λέγει· τούτο βέβαια είναι πράγμα μυστηριώδες, και πρέπει να το φανερώσω καταλεπτώς εις τον βασιλέα· και ευθύς επρόσδραμεν εις τον βασιλέα και του διηγήθη όλον το τερατώδες φαινόμενον καταλεπτώς.

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ να σου δώσω μίαν γνωστικήν απόκρισιν· το πνεύμα μου είναι άρρωστο· αλλά την απόκρισιν οπού ημπορώ να δώσω, συ θα μου την διατάξης, Κύριε, ή καλήτερα θα μου την διατάξη, καθώς λέγεις, η μητέρα μου· λοιπόν φθάνει, και εις το προκείμενον. Η μητέρα μου, λέγειςΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Ιδού τι λέγει· ο τρόπος σου την έρριξε εις απορίαν και ταραχήν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν