Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Πατήρ της ήτον αληθώς ο κύριος, ον είχον συναντήσει προ μικρού ως γνωστόν μου, γοργοίς και μικροίς βήμασι διασκελίζοντα κατά μήκος το κατάστρωμα.
Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.
Άφηκε, είπα, τον σκοτεινό του θρόνο και ήρθε κάτω να τελωνίση και τη δική μου ψυχή, να την βασανίση και να την ξεσχίση με τ' αρπάγια του, στις φλόγες να την παραδώση πριν ακόμη γδυθή τη σάρκα της. — Καλό πνίξιμο! εσφύριξε πάλι στ' αυτιά μου. Και πριν κουνηθώ από τη θέσι μου έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν ξωτικό.
— Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς. Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι ήχων και φωνών.
Ο νους και η φαντασία του Ρένα είχανε σκεπαστεί κάτω από την τελευταία κείνη βαρβαρότητα που του σκέπασε το κεφάλι. Μετά το μεσημερινό φαγητό ο Ρένας έκανε μια πολύ σπουδαία ανακάλυψη, και γύριζε δω και κει στα υποφράγματα και στο κατάστρωμα για νάβρει κάποιο να την ανακοινώσει.
Ήθελαν να τρομάξουν τον καρχαρία, για να φτάση στο καΐκι άβλαβος ο πατέρας σου. Τέλος τον άρπαξαν τα παιδιά, του έβγαλαν την περικεφαλαία, τον εξάπλωσαν στο κατάστρωμα και άρχισαν να του γδύνουν το λάστιχο. Νόημα δίνει ο Πίπιζας και το καΐκι έβαλε πλώρη για το Ασπρονήσι. — Μη φεύγεις, καπετάνιε· εψιθύρισεν αδύνατα ο Ραφαλιάς· έχει κάτω πολύ σφουγγάρι.
Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα. Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.
Τι τα εκύταζαν; Ψώφια έστεκαν στη θέσι τους, αφούσκωτα, νυσταγμένα και τους ίσκιους έρριχναν συγχισμένους με τους ίσκιους των καταρτιών, των μακαράδων, των σχοινιών, έναν απάνω στον άλλον ως κάτω στο πενταπάστρικο κατάστρωμα. Για μένα, για την πείνα μου ηύρεμα ήταν η κουβέντα του Μανωλιού κ' εξακολουθούσα να τον πειράζω αλύπητα. — Έχει γρόσα; — Ου! άμετρα. — Έχει γλώσσα; — Κατά τον καιρό.
Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.
Παρατηρούσα όλη την ώρα την γυναίκα μου και την παρατηρούσα από το πλευρό, ενώ το βαπόρι ανέβαινε ψηλά στα κύματα και κείνα πλημμυρίζανε το κατάστρωμα από την καρίνα ως το τιμόνι. Μα δεν μπορούσα νανακαλύψω τίποτε, που να έδινε την απάντηση στο άφωνο ρώτημά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν