Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
— Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν. — Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ ελαττωθή. — Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;
Παρακάτω, 'ς το Παγκάρι, μαζί με τους επιτρόπους, ήτον ο ειρηνοδίκης, και ο τελώνης, στολισμένοι, αλλ' ασυνήθιστοι αυτοί να σηκόνωνται νύκτα και όλο κ' εχασμώντο, διακόπτοντες συχνά την ψαλμωδίαν. Τέλος άρχισεν η Ακολουθία. Κατά καλήν μου τύχην, ο Χρόνης ασθένησεν έξαφνα και δεν ήλθεν εις την Εκκλησίαν. Χαρά εγώ . . . . Μου έφυγεν ο μισός φόβος.
Προς εσένα όμως δεν θέλω όλως διόλου να φιλονεικώ εναντίον της πεποιθήσεώς μου και του αισθήματός μου, αλλά ομολογώ ακόμη μίαν φοράν ότι την καλήν υγείαν την παρέχουν εις το σώμα όχι αι πολλαί ασκήσεις αλλά αι μέτριαι. — Τι ιδέαν δε έχεις διά τας τροφάς; τον ηρώτησα. Αι μέτριαι ή αι πολλαί συντείνουν εις την υγείαν του σώματος; Και παρεδέχετο και διά τα τρόφιμα το μέτριον.
Γιατί μέσα στα ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλήν ημέρα. Κι' αν είδε καμμιά, την εξέχασε. Δεν γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι' αυτή δεν μπορούσε να καταλάβη. Με τα τουλούμια έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια ταγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι' αυτό δεν μπορούσε να καταλάβη την έχθρα τους.
Ο δε βασιλεύς όλος γεμάτος από χαράν διά την καλήν ελπίδα, επήρε τον Δερβύσην και τον έφερεν εις τον υιόν του, του οποίου ευθύς που του εδιάβασε μίαν προσευχήν, το βασιλόπουλο άρχισε να μιλή και να σηκώνεται από το κρεβάτι γερό, ωσάν να μη είχε ποτέ τίποτε.
Ήθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ' αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακό μου τρόπο, χωρίς να συχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρηση ούτε μεγάλην ευαισθησίαν.
Η αδελφή Βεάτη είχε την καλήν συνήθειαν να λοιδορή αδυσωπήτως πάσας τας μοναχάς, όσαι είχον την ευτυχίαν να συζώσι μετ' αυτής υπό την αυτήν στέγην. Η αδελφή Βεάτη ήτο φιλοπράγμων και ανυπόμονος εις το έπακρον. Δεν ηνείχετο να υπάρχωσι μυστικά δι' αυτήν.
Αφού λοιπόν αυτά δεν ημπορούμεν να τα επιδοκιμάσωμεν, δεν έπεται άραγε ότι πρέπει να ειπούμεν, ότι γενικώς μεν και συμφώνως με την αλήθειαν αντικείμενον της βουλήσεως είναι το αγαθόν, δι' έκαστον όμως χωριστά, ό,τι αυτός νομίζει; Επομένως διά μεν τον σπουδαίον δεν είναι άραγε αγαθόν το σύμφωνον με την αλήθειαν, διά δε τον τυχαίον το τυχαίον, καθώς συμβαίνει διά τα σώματα, δηλαδή εις τους έχοντας καλήν διάθεσιν υγιεινά είναι όσα συμφωνούν με τα αληθώς υγιεινά, εις τους έχοντας όμως προδιάθεσιν νοσηράν είναι διάφορα, ομοίοις δε φαίνονται και τα πικρά και γλυκά, και τα βαρέα και όλα τα άλλα; Διότι ο σπουδαίος κρίνει ορθώς, και εις τας λεπτομερείας ευρίσκει το αληθές.
'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5 'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10 και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15 μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος. και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20 σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, 'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι• οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25 οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν