Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Ενώ δε απεμακρύνοντο, επληροφόρει τον υιόν του ότι ήτο η χήρα η Ζερβούδαινα, μια ολίγον ελαφρόμυαλη, «παρακούζουλη», όπως την έλεγε, της οποίας η κόρη ευρίσκετο από τίνος καιρού εις το Κάστρο, πλησίον μιας θείας της.
Ο Ίλλος ως τόσο, θέλοντας να μάθη τον καθαυτό αίτιο, ξεκινάει και πηγαίνει στην Ισαυρία, βρίσκει στη φυλακή τον Επίνικο, και τον καταφέρνει να του ξεμυστηρευτή πως η Βερίνα τον έβαλε να ενεργήση τη δολοφονία. Γυρίζει ο Ίλλος στη Χαλκηδόνα, καταπείθει τον Αυτοκράτορα να του παραδώση την πεθερά του, την καλογερεύει, και τη στέλνει φυλακή μέσα σε κάστρο της Ισαυρίας.
Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώιδες, κατάστεγνοι της δίψας, 540 ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, 545 γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι.
Κι' εσένα, γέρο, ακούγαμε πως μια φορά εφτυχούσες· τι όσους της Λέσβος το νησί εντός του θρέφει αθρώπους, κι' ο άπειρος Ελλήσποντος ή κι' η Φρυγιά από πάνου, 545 όλους σε πλούτος και σε γιους λεν, γέρο, τους νικούσες. Μα μια οι θεοί και σούστειλαν τέτια βαριά φουρτούνα, δεν πάβουν γύρω οι σκοτωμοί στο κάστρο σου, δεν πάβουν.
Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διο χέρια πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, 15 μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα «Τ' Ατρέα οι γιοί κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, σ' εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε· όμως κι' εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε 20 την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία!»
Μια 'μέρα αγνάντια 'ς το νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.
Εκεί ώρια καίγοντας σφαχτά του παντοκράτη Δία, σφάζοντας τάβρο του Ρουφιά, του Ποσειδού άλλον τάβρο, όμως της σώστρας Αθηνάς γελάδα κουτελάτη, τότες στον κάμπο κάτσαμε να φάμε λόχοι λόχοι, 730 και κοιμηθήκαμε, όλοι μας με τ' άρματα οπλισμένοι, γύρω στο ρέμα. Τότε εκεί να! από παντού οι οχτροί μας ζώνουν τα κάστρο κι' ήθελαν κομάτια ναν το κάνουν.
Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάει 'ς τον Ασπροπόταμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν