Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Ας εξέλθωμεν εις τας οδούς, όπου άλλαι και πολλαί μας περιμένουσι ψυχαγωγίαι. Εν πρώτοις αδύνατον είνε να μη απαντήσωμεν κάπου νωπήν τινα τάφρον ανορυσσομένην προ των ποδών μας. Οι αθηναίοι εσυνείθισαν εκ μακράς ανοχής των αρχών να θεωρώσι τους δρόμους της πόλεως των ως ιδιόκτητον αγρόν, τον οποίον αροτριώσι και άνασκάπτουσι και διβολίζουσιν, ως αν επρόκειτο να τον φυτεύσωσιν όλον σπαράγγια.

ΜΕΝ. Θα έχης ιδή βέβαια μυρμηκυιάν και τους μύρμηκας άλλους μεν να περιφέρωνται, άλλους να εξέρχωνται και άλλους να επιστρέφουν εις την πόλιν των• και ο μεν εξάγει από την μυρμηκυιάν μίαν ακαθαρσίαν, ο δε ευρών κάπου φλούδαν κουκιού ή μισό σπιρί σίτου το σύρει διά να το μεταφέρη εις την μυρμηκυιάν.

Τέλος πια ο Αίας μίλησε στο γιο τ' Ατριά Μενέλα 651 «Τήρα, Μενέλα θεϊκέ, αν ζωντανά ίσως κάπου δεις το λεβέντη Αντίλοχο, του γέρου γιο Νεστόρου, και ξόρκισ' τον να τρέξει εφτύς στον Αχιλέα ως πέρα και ναν του πει πως χάθηκε ο λατρεφτός του βλάμης655

Ούτος ήτο ο &πουργοτζής&, έργον έχων ν' ανοίγη τρύπαις. Υπερμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ανάμεσα εις δύο &βουβά&, μεγάλα ξύλα, υπό την πρύμνην, ήτο γεμάτον από τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδας, ων το μεν μικρότερον θα ήτο έως δύο σπιθαμών, το δε μέγιστον, βαρύ, ογκώδες, ήτο σχεδόν τόσον με το ανάστημα του κατόχου του.

Ότι αυτές ζουν κλεισμένες εις το κλουβί, μα τρέφονται σαν τα πουλάκια με ζάχαρι και με τραγούδια, ενώ ημείς που κάνομεν φωλειές στον ανοικτόν αέρα, έρχονται άλλα πουλιά και μας της ρημάζουν. Δεν ξέρεις τι εντύπωσι μου έκαμαν τα λόγια της! Κ ώ σ τ α ς. Ανοησίες. Η χανούμη σου θα τα διάβασε κάπου, εις κανένα βιβλίο γραμμένο επίτηδες για τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα των χαρεμιών Μ α ρ ί α.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην. Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

Σαν ανηφόρισαν από το ρέμμα, επήραν τον πλαγινόν δρόμον, εις το υπήνεμον, όπου επί μάλλον έτριζεν υπό τους πόδας το χιόνι. Πουλί δεν εκελαδούσε, μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου, σιμά εις ένα βράχον προσκύπτοντα εις την οφρύν του βουνού, με μίαν σπηλιάν υποκάτω. Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και ΠαναγιάΚαι η φωνή του κόρακος εσίγησε. Έφθασαν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ενύχτωνε.

Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος ότι τα πάντα προχωρούν και τίποτε δεν μένει στάσιμον, και παρομοιάζων τα όντα προς ρεύμα ποταμού λέγει ότι δύο φοράς δεν είναι δυνατόν να εμβής εις τον ίδιον ποταμόν. Ερμογένης. Έτσι είναι. Σωκράτης.

— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην. Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. — Χωρίς άλλο, φίλε μου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν