Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
— Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,
Διότι θα έτυχε να τον ίδης κάπου ζωγραφισμένον ως δούλον της Ομφάλης, με πολύ αλλόκοτον ενδυμασίαν. Η μεν Ομφάλη φορεί την λεοντήν αυτού και κρατεί το ρόπαλον, ως να είνε τάχα αυτή ο Ηρακλής, αυτός δε φορεί γυναικεία ενδύματα και ξαίνει έρια και η Ομφάλη τον κτυπά με το σάνδαλόν της.
Τι θα του εκόστιζε του νεαρού εκλεκτού των να εύρη κάπου πεντακοσίας χιλιάδας διά να το εκτελέση; Προσέτι ο νέος δημοτικός άρχων θα ίδρυεν εις τον τόπον εταιρίαν «Αλληλοβοηθείας» μεταξύ των ναυτικών. Και η μεν «Αλληλοβοήθεια» ποτέ δεν εξετελέσθη, κ' η κρήνη του Προφήτου Ηλιού έμεινε διά πάντοτε εις το βουνόν, όπου ήτο.
Στην πραγματική ζωή του ανθρώπου ο πόνος, καθώς ο Σπινόζας κάπου το λέει, είναι σταθμός περαστικός σε μια κατώτερη τελειότητα. Όμως ο πόνος, με τον οποίον μας γεμίζει η Τέχνη, μας εξαγνίζει και μας μυεί, για να πάρω τη λέξη και τούτη τη φορά από τους μεγάλους Έλληνας τεχνοκρίτας.
ΑΓΟΡ. Και πού στέκονται; ΣΩΚΡ. Πουθενά. Διότι αν ήσαν κάπου, δεν θα ήσαν. ΑΓΟΡ. Αυτάς τας εικόνας και τα παραδείγματα που λέγεις δεν τα βλέπω. ΣΩΚΡ. Επόμενον είνε, διότι είσαι τυφλός την ψυχήν. Εγώ όμως βλέπω εικόνας, βλέπω το δικό σου το αόρατον αντίτυπον, όπως και το δικό μου και εν γένει όλα τα βλέπω διπλά. ΑΓΟΡ. Πρέπει να σε αγοράσω, διότι βλέπω ότι είσαι σοφός και οξυδερκής.
Αλλά συ, ο οποίος είσαι δυνατός και εις τους δύο τρόπους, έπρεπε να φανής συγκαταβατικός εις εμέ, διά να γείνη συνδιάλεξις· τώρα δε, επειδή δεν θέλεις και εγώ έχω κάποιαν δουλειά, και δεν μου είναι δυνατόν να μείνω πολύν καιρόν διά να μου απευθύνης μακρολογίας — διότι είναι ανάγκη κάπου να υπάγω — αναχωρώ· αν και δεν ήκουσα ίσως με αηδίαν και αυτά τα οποία μου είπες.
Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.
Την άσπρη φουστανέλλα μας την έλυωσε 'σάν χιόνι Ο ήλιος ο Ευρωπαϊκός, κι' αν κάπου—κάπου ασπρίζη, 'Σάν χιόνι ασπρίζει σε βουνού λακκιά που δεν το 'γγίζει Καμμιά αχτίδα του ηλιού και βρίσκεται δεν λυώνει. Πούν' τα τραγούδια τα εθνικά, τα κλέφτικα τραγούδια! 'Σταίς ερημιαίς που φύτρωσαν χάνονται, σαν λουλούδια. Πούν' τα τσαρούχια! Ιδέτε τα! τάχομαι πεταγμένα.
Στη γλώσσα του, όλος ο αλύγιστος από τα λεξικά σχολαστικός αρχαϊσμός του Τανταλίδη, όχι βέβαια στα δημοτικά του τραγουδάκια, ακόμα υποφερτά και κάπου κάπου και χαριτωμένα, αλλά στα «Ιδιωτικά στιχουργήματα» τα βυζαντινικώτατα. Στο μετρικό του σχήμα, η «Τουρκομάχος Ελλάς» του Αλεξάνδρου Σούτσου.
Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό. Τον ρώτησε: — Πόσο χρόνων είσαι; — Σαράντα πέντε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν