Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Το φλογερό το μάτι του σπιθοβολάει σαν πόρη. Τηράει ολόυρα τους γκρεμούς, τηράει το χάσμα κάτω Και κάπου σκύφτει, προς την γη καρφώνει αφτιά και μάτια Κι' ακαρτεράει αντίλαλους κι' ακούει και ξεδιαλέγει. 'Σ' άλλο λιθάρι αντίπερα τ' αητάκι του καθέται. Βολαίς-βολαίς σέρνει κραυγή.
Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί.
ΠΟΣ. Πώς συμβαίνει, Αλφειέ, συ μόνος εκ των ποταμών να εκβάλης εις την θάλασσαν χωρίς ν' αναμιγνύεσαι με το αλμυρόν νερόν, ως συνηθίζουν όλοι οι ποταμοί; Και ούτε ανακόπτεις την ορμήν σου, ούτε διασκορπίζεσαι, αλλά προχωρείς εις την θάλασσαν συγκεντρωμένος και διατηρείς γλυκύ το ρεύμα σου• αμιγής και καθαρός προχωρείς δεν γνωρίζω που• και βυθιζόμενος όπως οι γλάροι και οι ερωδιοί φαίνεται ότι κάπου θα επανέλθης εις την επιφάνειαν και θα αναφανής.
Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι, αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε . . . Τι να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη; Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο.
Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά μου τ' αναδέβει ο νους μου; Με δίχως τύχη αν πολεμάς θεοπροστάτεφτο άντρα, μεγάλο δεν αργεί κακό να βγει σου στο κεφάλι. Έτσι πιος θάβρει φταίξιμο αν δει πως τάχα ομπρός του 100 τραβιούμαι, αφού στον πόλεμο θεός τον διαφεντέβει; Μα ας είταν κάπου νάβρισκα τον αντριωμένο μου Αία!
Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.
Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των.
Αγαπώ με την ακτίνα των νυχτερινών λαμπάδων Το πρωί να περιμένω ευωχούμενος και άδων. Ηδονήν εγώ ζητήσας του σκοπού προσκαίρου βίου Τεθαμμένην αυτήν εύρον εις το βάθος ποτηρίου. Οι στίχοι ούτοι, πρέπει να τ' ομολογήσωμεν, φαίνονται έργον μάλλον μετρίου μαθητού των Σούτσων ή του συγγραφέως της «Συγχρόνου Ποιήσεως», έπρεπεν όμως εν τούτοις να εύρωσι κάπου θέσιν εις τα παρόντα «Έργα».
Όσο για την πολιτική του ιστορία, σώνει να σημειωθή πως τρακόσα χρόνια περίπου χαιρότανε λευτεριά, έξω από μερικούς χρόνους που το βαστούσαν οι Πέρσοι. Πολλά κι αξιοσημείωτα γενήκανε μέσα στα τρακόσα εκείνα χρόνια. Πρώτο, που εκεί κάπου έστησε ο Δαρείος το γεφύρι του σαν περνούσε το Βόσπορο.
Μύριοι συλλογισμοί χύθηκαν ανάκατα στο κεφάλι της· κάτι της δάγκωσε την καρδιά. Η φωτογραφία ήταν του Πέτρου Ντάλαρη, του ανθυπολοχαγού· νέου μορφωμένου, συμπαθητικού και γλυκομίλητου. Εγνώριζε την οικογένεια Μαχαλά κάπου δυο χρόνια. Έτυχε να συναντηθούν μια πρωτοχρονιά στο σπίτι της κ. Πουλημένου, γνωρίστηκαν, σχετίστηκαν. Από τότε ο αξιωματικός έγινε του σπιτιού· μπαινόβγαινε σα συγγενής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν