Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Μόνον, κατά σπάνια διαλείμματα ηκούοντο κάπου δειλοί ψίθυροι κ' εφαίνοντο σκιαί ολισθαίνουσαι ανά τα χαλάσματα, προς τον φωτεινόν ναΐσκον του αγίου Σπυρίδωνος. Ήσαν αι γυναίκες, αι αδελφαί κ' αι κόραι κ' αι μητέρες των πολιορκουμένων, αίτινες επήγαινον με δάκρυα πύρινα και στηθοκτυπήματα, ν' αναθέσουν εις τον πολιούχον άγιον τας πολυτίμους ζωάς των ανδρών της εξόδου.
Ούτε το χαμομήλι Ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοι Και δρακοντιαίς φαρμακεραίς. 'Σ το χώμα κάπου κάπου Σπαρμένα ραχοκόκκαλα, που τάχε ξεσαρκώση Ο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι, Εσέποντο χωρίς ταφή.
Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.
Ο Ήλιος του έδωκε το άρμα, αυτός δε κατέπεσε και εφονεύθη• λέγεται δε ότι αι αδελφαί του τον εθρήνουν εδώ κάπου εις τας όχθας του Ηριδανού, όπου κατέπεσε, και μετεμορφώθησαν εις αιγείρους, εξακολουθούν δε να δακρύουν δι' αυτόν και τα δάκρυα των γίνονται ήλεκτρον.
Κάπου κάπου δίχως άλλο κρυφογλιστρούσαν και ψεύτικοι άγιοι, με σκοπό να ωφεληθούν από την ευλάβεια που συνεπήρε τον κόσμο· καθώς και ψεύτικα θάματα κ' ιερολείψανα. Αυτά όμως δεν είναι μήτε της ώρας μήτε της ιστορίας μας.
Άλλος μιλάει για το φιλί και λέει πόσο γλυκό είνε, Και μολογάει πώς τ' άρπαξε το πρώτο από μια χήρα Πώσκυψε για να πιη νερό μέσ' 'ς της Ωρηάς τη Βρύση Και τώρα την καλόμαθε και με καλό το παίρνει. Άλλος για κούρσες μολογάει, για κλέφτες, για πρωτάτα, Γι' αρματωσιές, για σκοτωμούς, και κάπου κάπου απλώνει Κι' αναγυρίζει τη φωτιά και παίρνει ένα τραγούδι.
Στοχάστηκε πως δε γίνεται να πέφτουνε με τόση τάξη και γνωρισιά τα Τούρκικα τα βόλια στους δικούς μας απάνω, και να μη δασκαλεύουνται οι Τούρκοι από κάπου.
Αλλ' οι Πλαταιείς περιβάλλοντες αυτάς διά βρόχων τας έσυρον προς εαυτούς, και κρεμάσαντες μεγάλας δοκούς διά μακρών σιδηρών αλύσεων από των δύο άκρων δύο κεραιών αι οποίαι έκλιναν και εξείχον υπεράνω του τείχους εκράτουν αυτάς κρεμασμένας εγκαρσίως· άμα δε επρόκειτο να προσπέση κάπου η μηχανή, εχαλάρουν τας αλύσεις της δοκού και δεν εκράτουν αυτάς διά των χειρών· η δε δοκός, ορμητικώς πίπτουσα, απέκοπτε την προεκβολήν της μηχανής.
Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπου—κάπου βρίσκεται 'ς του πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξη 'ς το βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.
Ώστε δεν είναι ακόμη πρέπον να έχωμεν ελπίδα, αφ' ού πιστεύσωμεν εις αυτήν την ομιλίαν, ότι, αφ' ού αποθάνωμεν, η ψυχή μας εξακολουθεί ακόμη να ευρίσκηται κάπου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν