Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Κάποτε δε ούτε είναι καν ηδονικοί. Επομένως ούτε έχουν καν πρόσθετον ανάγκην της τοιαύτης φιλίας, εάν δεν είναι ωφέλιμοι οι φίλοι των. Διότι εις τόσον βαθμόν είναι ηδονικοί, όσον δίδουν ελπίδας αγαθού. Εις αυτά δε τα είδη της φιλίας συγκαταλέγουν και την φιλοξενίαν. Η δε φιλία των νέων φαίνεται ότι έχει ελατήριον την ηδονήν.

Μετά πολλάς και επιμόνους διαφιλονεικήσεις περί της αρχηγίας, επροβλήθη τελευταίον να διορισθή καν προσωρινός αρχηγός ο Τζαβέλας, διά να μη μένη το στράτευμα χωρίς κεφαλήν· αλλ' ουδέ τούτο δεν έγεινε δεκτόν· απεφασίσθη δε μόνον να διοική ο Τζαβέλας εν όσω το στρατόπεδον ευρίσκεται εις Φαληρέα.

Τόρα λοιπόν; Εκείνο το οποίον ομοιάζει με το ωραίον, διότι δεν το βλέπομεν από καλήν θέσιν, το οποίον όμως εάν είχαμεν την ικανότητα να το βλέπωμεν τηλεσκοπικώς, ούτε ομοιότητα έχει καν προς εκείνο το οποίον απεικονίζει, πώς θα το ονομάσωμεν; Άραγε επειδή φαίνεται μόνον όμοιον, χωρίς να ομοιάζη πραγματικώς, δεν πρέπει να το ονομάσωμεν φάντασμα; Θεαίτητος. Τι άλλο βεβαίως; Ξένος.

Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.

Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

ΑΜΛΕΤΟΣ Θα το στείλωμεν εις τον κουρέα με τα γένεια σου. — Εξακολούθησε, σε παρακαλώ· δι' αυτόν χρειάζεται ή καν- ένα τραγούδι του χορού ή κανένα βρωμερό παραμύθι· ει- δεμή αποκοιμιέται· λέγε, φθάσε εις την Εκάβην. Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Και οποίος την Εκάβην είδε πως κουκουλωμένη εβγήκεΑΜΛΕΤΟΣ Η Εκάβη «κουκουλωμένη»; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυτό είναι καλό· το «κουκουλωμένη» είναι καλό.

Κάν' το! όμως μερικοί θεοί, σ'το λέω, θα πικραθούμε

Ζύγωσε τότε κάτω απ' το ψηλό παράθυρο και είπε με μια φωνή, που πέταξε απ' τα χείλη του σαν τραγούδι, μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. — Μέρες και μήνες περπατώ στο φως και στο σκοτάδι, για να σας βρώ, γλυκά μου μάτια. Πέρασα βουνά και θάλασσες, διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς. Ρίξε τα ξανθά σου τα μαλλιά, αγάπη μου, κάν' τα σκάλα τα μαλλιά σου, νανεβώ και να πεθάνω στα πόδια σου.

Δεν ήτον δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, μ' αιματωμένους τους πόδας, δυστυχή γυναίκαπερί της ενοχής της οποίας ουδέ ήτο καν βέβαιος.

Λέξη Της Ημέρας

λεβέντην

Άλλοι Ψάχνουν