Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ήτον απλώς ένας φόβος, ένας γελοίος φόβος μήπως έρθη η Δώρα. ΛΕΛΑ — Δε σου ζητώ απολογία. Τώρα είμαι ευτυχισμένη, που σου είπα ό,τι είχα να σου πω. Τάσσο, χαίρε! Θυμήσου πως μια γυναίκα σ' αγάπησε και θα σ' αγαπά πάντα, πάντα. Όμως είναι καιρός να τελειώνουμε. Η κόρη σου μπορεί νάρθη και δεν πρέπει να μ' εύρη εδώ. Γεια σου, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣ — Σκέπτεσαι λοιπόν, να φύγης αμέσως, Λέλα; Αν ήξερες.
Η νύκτα είναι τόσον ερατεινή, ώστε να μη μπορή να γίνη αυτό, και το φεγγάρι, αν μας άκουε, θάβαζε περισσότερη στάχτη στα μούτρα του, παρ' όσην έχει τώρα. Όμως θυμήσου μοναχά ένα τέλειο μικρό έργο αισθητικής κριτικής, την Ποιητική του Αριστοτέλη.
Ξεκίνα εσύ να κάνεις το καθήκον σου κι έπειτα εκείνη θα κάνει το δικό της…» «Τι μπορώ να κάνω, τι περνάει από το χέρι μου; Πιστεύεις ότι εμείς κανονίζουμε τη μοίρα μας; Θυμήσου τι λέγαμε εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ το θυμάσαι; Κι εσύ, εσύ ο ίδιος κανόνισες τη μοίρα σου;» Έσκυψε και ο Έφις κι έμειναν έτσι, κοντά κοντά, τόσο που ο ένας ένοιωθε τη ζεστασιά από το πλευρό του άλλου.
Φύλλι παραποθητή, και Φύλλι ζηλεμένη, Αγάπη δυσκολόβρετη, με πάθια αποχτημένη. Φέρε καλά στη γνώμη σου, και τα παλιά θυμήσου. Πως με πεδεύει βάσανο, θελά το βρης ατήσου. Οχ την αρχή που ηθέλησε ο έρωτας να πάρη Να σημαδέψη απάνω μου το φλογερό δοξάρι, Και με σαγήτα κοφτερή, και καυτερή για σένα Τα φυλλοκάρδια μ' άνοιξε στ' αστήθι πληγομένα.
«Θυμήσου εις την Αττικήν ο ήλιος πώς λάμπει, πώς μ' αιωνίαν άνοιξιν η φύσις λουλουδίζει, πώς πρασινίζουν τα βουνά τριγύρω της κι' οι κάμποι... καίει ο ήλιος εκεί, όταν εδώ χιονίζη. Χαιρέτησε τον έμπορον, χαιρέτησε τους χοίρους, και πέταξε επί πτερών ανέμου 'στην Ελλάδα, να βλέπης πάντα ουρανόν με κυανούς σαπφείρους, και να σφαλούν τα μάτια σου απ' την πολλή 'λιακάδα.
Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη. Δεν περίμενε πια η Χλόη, αλλά επειδή από τη μια εχάρηκε για τον έπαινο κ' επειδή από την άλλη επιθυμούσε από καιρό να φιλήση το Δάφνη, αφού επετάχτηκε επάνω τον εφίλησε· κ' ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο· μα μπορούσε ν' ανάψη παραπολύ την ψυχή.
Τότες του λέει ο Έχτορας, και τούβγαινε η ψυχή του 355 «Τι σου προσπέφτω που καλά σε ξέρω; Ποιός θα πείσει τέτιο θεριό; Τι σίδερο σούναι η καρδιά στα στήθια. Θυμήσου με όμως, τι στοιχιό μια μέρα θα σου γίνω, την ώρα που του Δία ο γιος κι' ο Πάρης θα σε σφάζουν εκεί στο Ζερβοπόρτι ομπρός, κιας είσαι παλικάρι.» 360
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
Δεν είναι όμως κακός: λέει ψέματα, έτσι, επειδή του φαίνονται αλήθειες, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά.» «Πράγματι, σαν μικρό παιδί….» «Ένα μικρό παιδί με όλα του τα δόντια όμως! Και πώς μασάει! Θα σας φάει και το κτηματάκι. Έφις, θυμήσου: εδώ είμαι εγώ! Διαφορετικά, θα τις φας….»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν