United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί με έβαλαν και εκάθισα κοντά τους, ολόγυρα εις μίαν μικράν πέτραν, και εστάθηκα στενεμμένος διά να φάγω και να πιώ, το περισσότερον διά να τους ευχαριστήσω· μα ευθύς εκατάλαβα ότι αυτοί ήτον κλέφτες, επειδή και άρχισαν να διηγούνται διά μια μεγαλωτάτη κλεψιά που έκαμαν· και εκεί που ετρώγαμεν, ο προεστώς τους μου επρόβαλεν αν θέλω να έμβω εις την συντροφιάν τους.

Από μόνον δε το απόκηρον ενός έτους συνετηρείτο κατά το πλείστον ο ναός. — Δόσε μου την Παναγίαν την Λημνιάν, Παϊσία μου! έλεγεν ο γέρων εφημέριος ο Παπά-Λάμπρος και δεν θέλω τίποτε άλλο. Αλλά μεταξύ όλων των αναθημάτων διέπρεπεν έν αργυρούν έκτυπον ευμέγεθες και τορευτόν και επίχρυσον, παριστάνον ένα πλοίαρχον εις τρεις διαφόρους στάσεις.

Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.

Ο Βινίκιος εξέσπασεν: — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι! — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε! — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!

Εγώ της απεκρίθηκα· ο φόβος σου είνε που σε παρακινεί να ομιλής έτσι, το βλέπω πολύ καλά· εγώ δεν φοβούμαι παντελώς ούτε ψηφώ τέτοια Τελώνια και μάλιστα τώρα θέλω τσακίσει τον καθρέπτην εκείνον και είμαι έτοιμος να τσακίσω και την κεφαλήν του Τελωνίου, ευθύς που θα έλθη εδώ.

Να την ξεχάσω θέλω, αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει, καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία. Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος, μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.

Λοιπόν άραγε ο αρμόδιος επόπτης των νόμων δεν πρέπει να λέγη κανέν παρόμοιον εις την αρχήν των νόμων, αλλά αμέσως να λέγη τι πρέπει να κάμνωμεν, χωρίς να μας τον εξηγή και αφού μας υπενθυμίση απειλητικώς την τιμωρίαν να προχωρή εις άλλον νόμον, και χωρίς να προσθέτη το ελάχιστον από παρηγορίας και συμβουλάς εις τους δεχομένους τους νόμους; Απλώς δε ωσάν οι ιατροί, από τους οποίους άλλοι μεν συνηθίζουν να μας θεραπεύουν κατά τούτον, άλλοι δε κατ' εκείνον τον τρόπον; Και πρέπει άραγε να ενθυμούμεθα και του ενός και του άλλου την μέθοδον, διά να παρακαλούμεν τον νομοθέτην καθώς τον ιατρόν παρακαλούν τα παιδιά να τα θεραπεύση με τον γλυκύτερον τρόπον; Και ιδού τι θέλω να ειπώ: υπάρχουν βεβαίως, νομίζω, κάποιοι ιατροί και κάποιοι άλλοι υπηρέται των ιατρών, αλλά βεβαίως και αυτούς τους ονομάζομεν ιατρούς.

Εκείνος ο νέος τότε, θεωρώντας με εις τοιούτον σχήμα ανδρικόν, μου λέγει· πιστέ φίλε του μεγάλου Προφήτου, ειπέ μοι ποίος είσαι, και πώς ήλθες εις τούτην την ερημωμένην πόλιν· ομοίως έπειτα και εγώ θέλω σου φανερώσει, τις είμαι, τι μου συνέβη και διά ποίαν αιτίαν οι κάτοικοι της πόλεως μετεμορφώθησαν εις λίθους, και εγώ μόνος έμεινα υγιής.

Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . .. Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. Αχ! Αυτό το γέλιο! Άφισέ με νακούσω! Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . .. Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει.

Εκείνος έπαψε, αλλά ύστερα συνέχισε: «Γιατί με λέτε ανόητο; Επειδή είμαι καλόκαρδος; Επειδή θέλω να γλεντήσω τα νιάτα μου; Κι εσείς τι κάνετε; Ζωή είναι αυτή, η δική σας; Τη ζωή κάνεις εσύ; Δεν αγαπάς ούτε τη γυναίκα σου την άρρωστη. Κι εσείς, θείε Πιέτρο; Τι ζωή είναι η δική σας; Μαζεύετε χρήματα, όπως τα κουκιά πάνω στην ψάθα, για να τα δώσετε έπειτα στα γουρούνια.