Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Κι' όμως αλλοιώς δεν γίνεται, αν ο θεός δεν θέλη να μάθω αυτά που θέλω εγώ• μα βλέπω, ξένε, τώρα ο σύζυγος μου ο ευγενής πως έρχεται εδώ πέρα, ο Ξούθος, όπου άφησε του Τροφωνίου το άντρο.
Εγώ ήμουν μεγάλος, θα είμαι ως τρία τέσσερα χρόνια μεγαλήτερος απ' αυτήν. Αυτή θα με νομίζη αδελφόν της, και έχει δίκαιον. Αδελφός της είμαι. Λοιπόν τι έλεγα; Ειμπορώ καλά να την ονομάσω αδελφήν. Αδελφή μου, ήθελα κάτι να σου πω. Πολύ καλά. Αδελφή μου μόνον, χωρίς το όνομα; Αδελφή μου Αϊμά, είνε καλλίτερα. Αδελφή μου Αϊμά, θέλω να σου μιλήσω.
— Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ. — Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της. — Τι λες και συ, θα πω; — Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.
Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διώ, μια στιγμή στη σκάλα να σ' αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ' αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι, για να μη μ' αφήσης παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ' αγάπησες. Εγώ δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.
Τότε λέγει της η Μεδινά· ω τι θαυμαστή διήγησις, αδελφή μου. Απεκρίθη η Χαλιμά· ήξευρε ότι η ακόλουθος διήγησις είνε πολύ θαυμασιωτέρα· και αν ο βασιλεύς με αφήση να ζήσω ακόμη σήμερον, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή και το επίλοιπον με το θέλημά του.
Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν μου, και ετραβήχθη. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση.
Μα πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένη γιατί ήθελε να του βγάλη την καρδιά του απ' τα στήθη του και να την πάρη στα χέρια της, να την κάμη παιγνίδι. Αφού της έδωκε ό,τι είχε ο Παύλος, τα μάτια του, το νου του και την καρδιά του, την ξαναρώτησε πάλι: — Τι άλλο θέλεις από μένα, αγάπη μου; Κ' εκείνη του είπε: — Θέλω τη ζωή σου. Να την έχω στα χέρια μου και να την κυβερνώ.
— Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.
Πριν αποφασίσω να είπω την γνώμην μου, περί οιουδήποτε ζητήματος, θέλω να ηξεύρω τι εστοχάζοντο περί αυτού ο Αριστοφάνης, ο Κάντ και ο Έγελ, αν ήτο το πράγμα φιλοσοφικόν, ο Άγιος Βασίλειος, ο Λούθηρος και ο Ρενάν, αν πρόκηται περί θεολογίας, ο Αθηναίος και ο Σαβαρέν αν είναι ο λόγος περί μαγειρικής . . . »
Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα βγάλω από τα σπλάγχνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν