Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Εν τούτοις έξω εις την αίθουσαν ηκούοντο τα βαρέα βήματα του Παντελή και αι συρταί εμβάδες της Κυρίας Σοφίας. Ανεβιβάζοντο τα κιβώτιά μας, μετεκινούντο επίπλα, έως και καρφία ήκουα να καρφώνονται επί των τοίχων. Η οικία έγεινεν ανάστατος εξ αιτίας μας. Αλλ' όμως ουδείς κρότος εμαρτύρει την παρουσίαν της θυγατρός του οικοδεσπότου. Η δεσποινίς Μελέτη ούτε ηκούετο ούτε εφαίνετο.
Ήμουν μεταξύ δέκα τριών και δέκα τεσσάρων ετών όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κη σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μέκαμε να πετάξω. Αλλ' όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σαυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κέτρεμα.
Είκοσιν έως εικοσιπέντε βλάχοι, ασκεπείς, με την λαμπάδα ανημμένην εις χείρας, εγονυπέτουν πέριξ του ιερέως, ο οποίος όρθιος εκίνει την λαμπάδα του άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάλλων το «Χριστός ανέστη», καταλαμπόμενος υπό του φωτός, ως Θεός μέσω των αστραπών του Σινά.
Αλλά πάλιν η ορμή του αναχαιτίζεται· ο Αμλέτος ενθυμείται ότι θα υπάγη εις την μητέρα του, όπου διανοείται να εκπληρώση άλλο καθήκον· απομακρύνει τους φονικούς στοχασμούς, ως να εφοβείτο μήπως τον παρασύρουν έως την μητροκτονίαν!
Διότι έως τόρα πολλοί δούλοι ανεδείχθησαν διά μερικούς καλλίτεροι από τους αδελφούς και τους υιούς των εις πάσαν αρετήν, και έσωσαν και τους κυρίους και τα κτήματα και τας κατοικίας των όλας. Αυτά βεβαίως γνωρίζομεν ότι λέγονται περί δούλων. Αμέ τι;
Και άρχισεν ο δεύτερος γέρων κατά τον ακόλουθον τρόπον. Αλλ' η Χαλιμά όταν είδε ότι επλησίαζε η ώρα, που ο βασιλεύς έμελλε να υπάγη εις το προσκύνημά του και έπειτα εις το συμβούλιον, άφησε την διήγησιν, η οποία τόσον εκίνησε την περιέργειαν του βασιλέως, ώστε επιθυμόντας να ακούση το τέλος ανέβαλε τον καιρόν έως εις την ερχομένην αύριον ημέραν.
Άλλως διέκρινε καλώς την φωνήν του ιερέως, του ενορίτου των, όστις τόσας λειτουργίας και τόσους αγιασμούς είχε τελέσει εις ευχήν της θείας Μυγδαλίτσας. Έκαμνε να σηκωθή, έκαμνε να φωνάξη· κάτι τι μέσα εις το στήθος της ανέβαινεν έως εις τον λαιμόν, ως να ήθελε να την πνίξη.
Αλλ' ο πρώτος προς τον οποίον απηυθύνθη, του εζήτει τα μισά δερματοτύρια διά τον κόπον του, ο δεύτερος του εζήτησε μετρητά τριακοσίας δραχμάς και ο τρίτος του εζήτει εκ των δεκαοχτώ δερματοτυρίων τα επτά και ακολούθως κατέβη έως τα πέντε. Τέλος εσυμφώνησε μ' ένα τέταρτον πορθμέα διά τρία δερματοτύρια. Αλλ' όταν εξεκίνησεν ούτος να υπάγη, ήτο ήδη δειλινόν.
Ανέβη λοιπόν ο μικρός Κλώσος εις την σκέπην του κτιρίου, και εβολεύθη όπως καλλίτερα ημπορούσε διά να κοιμηθή. Αλλά απ’ εκεί επάνω ημπορούσε να βλέπη τι εγίνετο μέσα εις την οικίαν, διότι τα παραθυρόφυλλα δεν εσκέπαζαν τα παράθυρα έως επάνω. Είδε λοιπόν μίαν μεγάλην τράπεζαν στρωμένην, και επάνω εις την τράπεζαν κρασί και κρέας ψητόν και έν μεγάλον ψάρι.
Ή μου είπε την εσπέραν: θα έλθετε βέβαια αύριο: — Ποιος μπορούσε να μην πάη; Ή μου δίδει μίαν παραγγελίαν και ευρίσκω πρέπον να της φέρω μόνος μου την απάντησιν; ή η ημέρα είναι πολύ ωραία, πηγαίνω εις το Βαλάιμ, και όταν πλέον είμαι εκεί, μισή μόνον ώρα είναι έως σ' αυτής! — Είμαι πάρα πολύ πλησίον εις την ατμοσφαίραν της. — Έν βήμα και είμαι εκεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν