United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ας έλθη. Εισέρχονται ΕΥΓΕΝΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ ΟΦΗΛΙΑ Πού είναι η ωραία χάρις της Δανιμαρκίας; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν, Οφηλία; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμέ! γλυκειά μου κόρη, τ' άσμα σου τι λέγει; ΟΦΗΛΙΑ Πιστεύετε; Όχι, όχι· παρακαλώ, προσέχετε· Ω! ω! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλλά, Οφηλία, — ΟΦΗΛΙΑ Παρακαλώ, προσέχετε· Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλοίμονον! κύττα εδώ, Κύριέ μου. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πώς είσαι, χαριτωμένη Κυρία;

Ο ευγενής ο δούκας, ο κύριός μου κι' αρχηγός, έρχετ' εδώ απόψε, και επ' ονόματι αυτού θα προκηρύξω, ότι όποιος τον φέρη ζωντανόν τον μιαρόν κακούργοντα χέρια του δημίου του, ανταμοιβήν θα λάβη· κ' όποιος τον κρύψη θάνατος! ΕΔΜ. Αφού του κάκου είδα ότι με λόγια προσπαθώ την γνώμην του ν' αλλάξω, τον εφοβέρισα κ' εγώ ότι θα τον προδώσω.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς να μη σου κάνη τον καλό και να μη σε περιποιήται αφού διαρκώς τον δανείζεις χρήματα; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και δεν είνε τιμή για μένα να δανείζω χρήματα σ' έναν άνθρωπο της τάξεώς του; Και τι λιγώτερο μπορώ να κάνω σ' έναν ευγενή, που με λέει αγαπητό του φίλο; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και αυτός ο ευγενής τι κάνει για σένα; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πράγματα που θα σηκωθή ο νους σου όταν τα μάθης.

Κατ' αυτόν τον τρόπον τούτος και τόσοι άλλοι από την ίδιαν φωλιά και οπού τους καμα- ρόνει ο αιώνας ο αχρείος, επήραν τον ρυθμόν του καιρού, το γυάλισμα της συμπεριφοράς, ωσάν έναν συμμαζωμένον αφρόν, οπού τους βγάζει πέρα ανάμεσα και από ταις ανόη- ταις και από ταις λιχνισμέναις γνώμαις των ανθρώπων· αλλά, φύσα επάνω τους να τους δοκιμάσης, και σπαν η φουσκαλίδαις. Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ

ΛΑΕΡΤΗΣ Εις τους καλούς του φίλους ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης πελεκάνος , 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω το αίμα μου τροφήν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τώρα ομιλείς, Λαέρτη, ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι. Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου, και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω, τούτ' ως ίσια γραμμήτον νουν σου θα περάση όπως το φωςτον οφθαλμόν σου.

Κατέβαινε, μετά τη λειτουργία, μια σειρά από χωριατοπούλες, όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα, η μια κολλητά στην άλλη, όλο γέλια. «Είδες εκείνο το χοντρό που μετάλαβε;» , είπε μια. «Είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος, που του έχουν κάνει μάγια.» «Ναι, το ξέρω.

Τότε ο βασιλεύς άρχισε να τον μιλή με κάθε γλυκύτητα, και με κάθε λογής τρόπον διά να τον αποκόψη από τοιαύτην απόφασιν, επειδή και του εκακοφαίνονταν να χαθή ένας τέτοιος ωραίος και ευγενής νέος, που κατά αλήθειαν ήτον· μα όλα τα λόγια του δεν έπιασαν κανένα τόπον.

Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το ελησμόνουν.

Επλησίασεν αυτός προς την γραίαν και την ερωτά, αν οι σκλάβες ήτον διά πούλημα. Ναι, είπεν η γραία· μα ετούτες, με όλον που είναι εύμορφες, δεν είναι διά λόγου σου αλλ' επειδή σε βλέπω πως είσαι ένας ευγενής άνθρωπος, επιθυμώ να σε κάμω να διαλέξης, την πλέον ωραίαν που να σου αρέση, από άλλες που έχω εις το σπήτι μου, και αν θέλης έλα κοντά μου διά να τις ιδής.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380 «Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις. και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης, άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385 των θνητών μόνοι αυτοίτης γης τα πέρατα καλούνται• αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση. αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαιόλους, αλλ' έξοχαεμέ, τους δούλους του Οδυσσέα. αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκείεμέ να ζήσουν 390 η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».