Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Αφού ετελείωσε το γεύμα, εσηκώθη και ήλθεν εις ένα τρίτον χοντζερέ πλέον πλουσιότερον από τους άλλους δύο, εις τον οποίον ήλθαν εκείνες οι ωραιότατες σκλάβες συντροφευμένες με πολλοτάτους λαλητάδες διαφόρων οργάνων, και με άλλους τόσους τραγουδιστάδες πολλά εξαίρετους, οι οποίοι όλοι μαζί με τα λαλούμενα έκαναν μίαν αρμονίαν τόσον γλυκείαν και νόστιμον, που έκαμε τον Καλίφην να μένη εκστατικός.
Από τότε πια ο νους μας εσηκώθη στον αέρα, . . . Φώτα πάνω, φώτα κάτω, φώτα 'δω, φώτα 'κεί πέρα, Έως ότου έγιν' Αίτνα το μικρό μας το κεφάλι Και παντού πετούσε σπίθες με ταχύτητα μεγάλη. Δηλαδή, σοφοί μου φίλοι, με δυο λόγια στρογγυλά, Στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά. Εσείς τότε, κύριοι μου, είσθε κούτσουρα ακόμη, Και δεν είχαν μεταξύ σας καμμιά πέρασιν οι νόμοι.
Ο Κουλούφ έμεινεν ωσάν νεκρός διά την φανέρωσίν του· και η Δηλαρά γνωρίζοντας από τούτα τα λόγια ότι ο νομιζόμενος σκλάβος ήτον ο ίδιος ο βασιλεύς, εσηκώθη ευθύς από τον τόπον της, και έτρεξε διά να χαλέψη ένα μπούλωμα διά να σκεπάση το πρόσωπόν της. Α, ημείς είμασθε χαμένες, λέγει με χαμηλήν φωνήν προς τες άλλες νέες. Εκείνος δεν είναι σκλάβος, αλλά είναι ο ίδιος ο βασιλεύς.
Δίδοντας λοιπόν αυτό το θέλημα, εσηκώθη και επήγεν εις το χαρέμι, εκεί που ήτον η Ζωμπαΐδα η γυναίκα του, η οποία βλέποντάς τον έτσι θυμωμένον τον ερώτησε το αίτιον· αυτός της εδιηγήθη τα όσα ο βεζύρης του είπε, και πως αποφάσισε να τον θανατώση διά την τόλμην που έλαβεν.
Ο καπετάν Κυριάκος, όστις εκάθητο ακόμη παρά την τράπεζαν, μη χορταίνων να ψιλοταΐζη και να κουτσοπίνη, όπως συνηθίζει ο ναυτικός όταν διά τινας ημέρας επιστρέψη παρά την εστίαν του, παρατείνων και αναλύων επ' άπειρον την τόσον σπανίαν δι' αυτόν ηδονήν ταύτην, εσηκώθη κ' εξήλθεν εις τον εξώστην. — Τ' είνε, βρε; — Να, πήρανε τ' βάρκα σ'. — Ποιος; — Ου Μαθιός τ' Μαλαμού. — Ποιος Μαθιός του Μαλαμού;
Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μία φωνή. — Γρηά! . . . Γρηά! . . . κοιμάστε; Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθεράν του. Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν. — Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μονάχος.
Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της, να γείνη ο γάμος του υιού της και να μην παρευρεθή διά να δώση την ευχή της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα κ' εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ' ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους, εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.
Και ούτω το ταχύ εσηκώθη και εμετάλθεν εις τον βασιλέα. Ο Βασιλεύς βλέποντάς τον επρόσταξε με θλίψιν πολλήν διά να γένη η συνάθροισις.
Σαν να μη ήθελε να πονέσης εις τον υστερνόν σου εκείνον μισεμόν. Σαν νάξευρεν ότι για τελευταία φορά σε έβλεπε, και ήθελε με χαρά να σ' αποχαιρετίση, για νάχης για πάντα ως ευχή της, την χαρά. Την είδες! την θυμάσαι! Ελαβε δύναμιν, σαν από άνωθεν. Εσηκώθη επάνω, οπού είχε μήνες να σηκωθή από το στρώμα, και σου έσφιξε το χέρι και σ' εφίλησε: — Στο καλό, παιδί μου! την ευχή μου, παιδί μου!
Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις έν από τα μανδριά των ποιμνίων. Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε : — Ποιος είνε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν