Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Όθεν ευθύς που άρχισεν η ημέρα εσηκώθη, και επήγε να εύρη τον Δερβύσην, ο οποίος εκατάλαβε καλώτατα, οπόταν την είδε, πως δεν είχε το πνεύμα ήσυχον.

Πάλιν εγέλασαν δι' αυτά οι ομοτράπεζοι, αυτός δε εξοργισθείς εσηκώθη και τους ητένιζε με βλέμμα άγριον και παράφορον και ήτο φανερόν ότι θα ήρχιζεν εχθροπραξίας, θα κατέφερε δε την βακτηρίαν του εις την κεφαλήν κανενός, εάν εγκαίρως δεν ενεφανίζετο μέγα γλύκισμα κομιζόμενον, και άμα το είδεν έγινεν ημερώτερος, ο θυμός του έπαυσε και ήρχισε να το παρακολουθή περιφερόμενον και να τρώγη.

Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.

Μετά τινα αντιτουφεκισμόν, επειδή ο στρατητηγός Νικήτας εσηκώθη διά να εφορμήση πλησιέστερον κατά των εχθρών, οι Έλληνες νομίσαντες τούτο σημείον οπισθοδρομήσεως, αμέσως επέστρεψαν όλοι εις την εκκλησίαν, οι δε Τούρκοι κατέλαβον πάλιν την προτέραν των θέσιν.

Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη. — Πού θα πας, παιδί μου; — Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου. — Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να κουρεύεται! — Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του. Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.

Είτα εκεί με τρις τον σταυρόν της προ της αγίας εικόνος και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», τας μόνας προσευχάς τας οποίας είξευρε. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα ανδρικόν έξω. Έκρουσαν την θύραν της. Ήτο η φωνή του Παγώνα. Εσηκώθη ν' ανοίξη.

Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία.

Αφ' ού είπεν αυτά, εκείνος μεν εσηκώθη να υπάγη εις έν δωμάτιον, διά να λουσθή, και ο Κρίτων τον ηκολούθει· επεριμένομεν λοιπόν συνομιλούντες μεταξύ μας δι' όσα είχον λεχθή και εξετάζοντες αυτά πάλιν και τότε δε αναφέροντες πόσον μεγάλην συμφοράν θα πάθωμεν, νομίζοντες αληθώς ότι θα περάσωμεν την μετά ταύτα ζωήν ορφανοί, ωσάν να εχάσαμεν πατέρα.

Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον &ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το πόνεμά του.

Τότε η Πηγή εσηκώθη και είπε προς την νεαράν οικοδέσποιναν: — Αργεί νάρθη κιανείς, Γαρεφαλιό, να μάςε πη πώς το βγάλανε. Οι Σαϊτανοί είχον κρατήσει μυστικόν, όπως εσυνηθίζετο, το όνομα το οποίον θα έδιδεν ο Μανώλης εις την βαπτιστικήν του, και αι γυναίκες, ενώ κατεγίνοντο εις την παρασκευήν της τραπέζης, επροσπάθουν να μαντεύσουν το μυστικόν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν