Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Μετά είκοσι λεπτά ο Γούμενος επαρουσιάσθη. Είτε η ψαλμωδία μας τον εξύπνησεν, είτε ήθελε να εξυπνήση. Επλησίασα προς την πύλην του ιερού την βορείαν και του εξηγήθην· — Πάτερ, διά να μαζωχθή ο κόσμος και να ζεσταθή, εκρίναμεν καλόν ν' αρχίσωμεν τον « Πολυέλεον», χωρίς να σας βιάσωμεν εις τίποτε. Πιστεύω ότι δεν ηνωχλήθητε. — Καλά, καλά. Τέλος ηξιώθην να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.
Από τούτο λοιπόν συμπεράνετε, ότι όταν η γυναίκα αποφασίση ένα σκοπόν της είνε αδύνατον ο άνδρας της να την εμποδίση διά να το τελειώση. Τέτοια ομιλώντας τους τούς έκαμε νεύμα να φύγουν γρήγορα απ' εκεί, προτού να εξυπνήση το Τελώνιον.
Του έλεγε τας περιπετείας και τα μεγαλουργήματα του Γένους· του ωμίλει μετά προφητικής πεποιθήσεως περί του τελευταίου βασιλέως, ο οποίος κοιμάται εις το σπήλαιόν του με το σπαθί ακόμη εις το χέρι και θα εξυπνήση με το πλήρωμα του χρόνου να καθήση πάλιν επί του μυριοδοξασμένου θρόνου του.
— Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήση — επειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίας — πες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;
Ήρχισε να συμμετέχη και αυτός εις τας ομιλίας των συντρόφων του, να λέγη κανέν αστείον και από καιρού εις καιρόν ασθενώς, ωσεί φοβούμενος μη εξυπνήση την συνείδησίν του, να συνοδεύη αυτούς εις το τραγούδι των. Μετ' ολίγον εφάνη ερχόμενος ο Δρόσος.
Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;
Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και τους αγροικήση.
— Μην την εξυπνάς . . . Σαν ξυπνήση, ύστερα, να το πιη αυτό. Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκοκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία εν αμηχανία, επεθύμει να την ερωτήση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμε κακή λεχωσιά· κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι ελογάριαζεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρι ου υπάγη ο αποσταλησόμενος εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην θα ήτο ακριβώς δύο ώραις ημέρα.... και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα ή και βραδύτερον τι.
Εγώ στοχαζόμενος πως ήτον αδύνατον να την πάρω χωρίς να εξυπνήση, απεφάσισα και της έκοψα το κεφάλι με το σπαθί μου, και έφερα την σακκούλαν εις την αδελφήν της, της οποίας της εδιηγήθηκα το ό,τι έκαμα, και έμεινε εκστατική εις την αποκοτίαν μου, χωρίς να κλαύση τον θάνατον της αδελφής της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν