Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Κι' εδιάβαινε με έρωτας η ώρα κι' η ημέρα, πλην φευ! την ευτυχίαν μου εφθόνησεν η μοίρα, και εξ Ελλάδος έφθασε μ' ελληνικόν αέρα μία πολίτις Συριανή και μαυρομμάτα χήρα. Αφήκε την πατρίδα της, και ήρχετο να γίνη 'στο σπήτι του εμπόρου μου κυρία οικονόμος· καθώς κι' εγώ εξόριστος εστέναζε κι' εκείνη, και την εκούραζε πολύ της ξενιτειάς ο δρόμος.

Γαβριήλ ο Γκάγκας θείος της και μητροπολίτης εν Λαρίσση μαθών ότι η τίγρις της Ηπείρου εσκόπει την διαφθοράν αυτής παρθένου εισέτι ούσης, συνέζευξεν αυτήν μετά Δημητρίου τινός πλουσίου εμπόρου. Δύο τέκνα άρρενα ήσαν ο καρπός του γάμου τούτου, ότε ο Δημήτριος χάριν εμπορίου μετέβη εις Βενετίαν.

Ο μικρός Πρίγκηψ περνώντας στον Πύργο παίζει με το ξιφάκι που έχει στο ζωνάρι του ο θείος του· ο Δούγκαν στέλνει ένα δακτυλίδι στην Λαίδη Μάκβεθ τη βραδυά του φόνου του και το δακτυλίδι της Portia μετατρέπει την τραγωδία του εμπόρου σε κωμωδία γυναίκας.

Ο Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν.

Το αντικείμενόν της ούτε ηδυνήθη, ούτε εφρόντιζε να εξακριβώση. Λόγοι δριμείς αντηλλάσσοντο και υψούντο φωναί οργίλαι, μεταξύ δ' αυτών αντέχει επιβλητική και βροντώδης η φωνή του γέροντος εμπόρου. Ο Λιάκος έμενεν έκπληκτος επί της εισόδου. Εγνώριζεν εκ φήμης την αυστηρότητα του Κ. Μητροφάνους, αλλά δεν εφαντάζετο ότι η οργή ηδύνατο να επιτείνη επί τοσούτον την σοβαράν και συνήθως ήσυχον φωνήν του.

Ως παράδειγμα θα σου διηγηθώ την ευφυά επινόησιν ενός Σιδωνίου εμπόρου, η οποία απέτυχε και απέβη ανωφελής ένεκεν απιστίας. Κατ' εκείνην την εποχήν ήτο κύριος της Περσίας ο Αλέξανδρος, ο οποίος μετά την μάχην των Αρβήλων είχε καθαιρέση τον Δαρείον• έπρεπε δε να διατρέχουν καθ' όλας τας διευθύνσεις το κράτος οι γραμματοκομισταί διά να κομίζουν τας διαταγάς του Αλεξάνδρου.

Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».

Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.

Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός. Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή.

Ω πλούτε, σ' αποστρέφομαι. . . γιατί λοιπόν να κλαίω; γιατί 'στα ξένα έρημος τους πόνους μου να πνίγω; γιατί εις την ατμόσφαιραν των χοίρων ν' αναπνέω; αφού κι' η Βέρα έφυγε, κι' εγώ λοιπόν ας φύγω. Εκεί εις τας Αθήνας μου θα εύρω την γαλήνην, ας ρίξω πέτρα 'πίσω μου χωρίς αναβολήν . . . είπα και του εμπόρου μου την σκέψιν μου εκείνην, κι' εκείνος μ' ενθουσιασμόν την ήκουσε πολύν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν