Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρα — τώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.
Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν· — Μάνα!
Τέλος εφάνη ως να απεφάσισε τι, και έκαμε κίνημα όμοιον με το του υπνηλού του παλαίοντος με τα όνειρά του. Ανωρθώθη δε πάλιν και επανέλαβε το έργον του. Αλλά την στιγμήν εκείνην, καθ' ην αντήχησεν η τελευταία δόνησις του μεγάλου κώδωνος, όστις τελευταίος εκρούσθη μετά το σιδηρούν σήμαντρον και τους μικρούς κώδωνας, υλακή κυνός ηκούσθη, απαντώσα εις τον εκπνέοντα βαρύγδουπον κρότον.
Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν' ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης εζήτει να ιδή τον Κύριον. — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.
Η πνέουσα τρικυμία εξαγριωθείσα έτι μάλλον ανετάρασσε και τον ήρεμον έως τότε λιμένα, κ' έσεισε σαλεύσασα τα εν αυτώ πλοία. Σεισθείς τότε εκ του σχηματισθέντος σάλου και ο κώδων της βάρδειας, επάνω του πρωραίου, εκρούσθη επανειλημμένως γλυκύτατα, εν τη αγρία εκείνη νυκτί ως κώδων παρεκκλησίου, εντός δάσους, του οποίου έκρουε πενθίμως η καταιγίς.
Εν τοις τοιούτοις ερημικοίς ενδιαιτήμασιν, εις ά ιδιάζουσιν οι ανεκλάλητοι εκείνοι ψίθυροι, φαίνονται συμψιθυρίζοντες μετ' αυτών και οι στίχοι ούτοι του ποιητού της Αλβιώνος· Του ίυγγος ο γογγυσμός ο πένθιμος ηκούσθη, ο κώδων ο ερημικός της προσευχής εκρούσθη. Χαίρε Μαρία! έρωτος και προσευχής η ώρα. Χαίρε Μαρία! δέχθητι τα δάκρυα ως δώρα.
Ταύτα απετέλουν την ουσίαν της συνομιλίας, αλλ' αι ερωτήσεις του Πλατέα και αι λεπτομέρειαι του Λιάκου επαναλαμβανόμεναι αποκατέστησαν μακρόν τον διάλογον, ο δε ήλιος έδυεν, ότε οι δύο φίλοι επέστρεψαν εις την οικίαν διά να τιμήσωσι το δείπνον της Φλουρούς. Μόλις είχον απογευθή ότε η θύρα εκρούσθη, η δε Φλουρού εισελθούσα ενεχείρισεν εις τον Λιάκον επιστολήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν