United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ερωτώμενος εβύθισε την χείρα εις την τσέπην του βρακίου του, την οποίαν εξήγαγε και ανέτρεψε διά να δείξη ότι δεν περιείχεν απολύτως τίποτε· εκτύπησεν έπειτα δις και τρις την κοιλίαν του διά ν' αποδείξη ότι ήτο όσον και η τσέπη του κενή και ήρχισε να υποκρίνεται την πείναν διά παντομίμας ικανής να εκπλήξη και τον δόκτωρα Ταννέρ τον νηστευτήν.

Ναι, δεν βλέπω καλά από το πολύ το κλάμα.» Η Νοέμι όμως τους κοίταζε και τους δυο με κακία και έμοιαζε να διασκεδάζει με το θέαμα. «Ναι, Έστερ! Φοράς γυαλιά επειδή γέρασες πια.» «Κάθισε», είπε και σ΄ εκείνη, χτυπώντας το χέρι της επάνω στον πάγκο, και ο Έφις κάθισε πλάι στη γριά κυρά του πού έτρεμε ολόκληρη από την έκπληξη. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να πούνε.

Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά! — Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη. — Α! ουρανέ! στην Πόλη!

Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.

Αλλά κι εκείνη, η Βασίλισσα του Σαβά, δεν ήταν ευχαριστημένη… Η Νοέμι θα τον βαρεθεί κι εκείνη το χρυσό σταυρό της και θα θελήσει να φύγει μακριά, όπως η Λία, όπως η Βασίλισσα του Σαβά, όπως όλοι…» Αυτό όμως δεν του έκανε καμία έκπληξη πια∙ να πάει κανείς μακριά, πρέπει να πάει κανείς μακριά, σε άλλα μέρη, όπου υπάρχουν πράγματα σπουδαιότερα από τα δικά μας. Κι εκείνος ετοιμαζότανε για εκεί.

Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα. — Μωρέ, δυο γυναίκες! Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.

Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου. — Πού είναι η Λίγεια; — Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε. Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την παραδώση.

Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης.

Η όψη του Έφις άστραψε. Κάτι θέλησε να πει κι εκείνος, αλλά ακούστηκε ν’ ανοίγουν από μέσα την εξώπορτα και ο ντον Πρέντου απομακρύνθηκε χωρίς να στρέψει, προσπαθώντας να κρυφτεί στον τοίχο. Κεφάλαιο δωδέκατο Προς μεγάλη έκπληξη του Έφις η ντόνα Έστερ συναίνεσε στις προτάσεις του ξαδέλφου της. Έτσι, το κτηματάκι πουλήθηκε και η συναλλαγματική πληρώθηκε.