Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• «Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125 και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις• όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130 του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει• όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη• αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135 ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140 όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων• ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145 θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150
Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων, άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς βρύσις κατακλύζουσα την οδόν.
Άλλοι με λευκάς σινδόνας εσκέπαζον τα προς πώλησιν αθύρματα, ως να τα εσαβάνοναν, και άλλοι εισεκόμιζον τας τράπεζας των εις τα εγγύς εμπορικά. Οι έμποροι, απηλπισμένοι συνέκρουον τας χείρας των ως οι σταφιδοκτήμονες, βραχείσης της σταφίδος. Οι υπάλληλοί των εγελούσαν σκαστά.
Ως επί το πλείστον όμως η κίνησις εκείνη γίνεται, αφού γίνωσι άλλαι πολλαί κινήσεις εξ εκείνων, τας οποίας είπομεν 7. Ουδεμία δε υπάρχει ανάγκη να εξετάζωμεν πώς ενθυμούμεθα πράγματα ή μακράν κείμενα ή από πολλού παρελθόντα, αλλά μόνον τα εγγύς ημών.
Εν αρχή τον σκληρόν λίθον επότιζον διά μόνου του καταρρέοντος εκ του μετώπου ιδρώτος, έπειτα δε δι' ύδατος ή όξους προς μετρίασιν της σκληρότητος και ελάττωσιν του κόπου. Ο δε ημέτερος Ερμογλύφος, εγγύς ων να τελειώση μετά πυρετώδη αγρυπνίαν άγαλμα καλλίστης Αφροδίτης, είχεν εξαντλήση μέχρις εσχάτης σταγόνος το ύδωρ της λαγήνου.
— Κανένα από τους δυο . . . είπε η γάτα του δωματίου· «αυτό πάντοτε είναι το ασφαλέστατον! . . .» Η μεγαλυτέρα ευτυχία του Ρούντυ και της Μπαμπέττας η ωραιοτέρα ημέρα, όπως την έλεγαν αυτοί, η ημέρα του γάμου των, ήτο εγγύς εμπρός των.
Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο τίποτε.
— Παναΐτσα μου Λημνιά μου! επανελάμβανεν η Βγένα η καπετάνισσα, κύπτουσα μέχρι του μαρμαρίνου του ναΐσκου εδάφους, εν μέσω των άλλων γυναικών προεξάρχουσα, αίτινες την εμιμούντο εις όλα, εις τας αναφωνήσεις, εις τας γονυκλισίας, εις την συγκίνησιν, ενώ τα παραθυρόφυλλα εσείοντο υπό των αγρίων του ανέμου ριπών να καταπέσουν μαζί με τους ρεζέδες, η δε στέγη ανεταράσσετο ν' αναρπαγή εις τον αιθέρα υψηλά μαζί με τας κεράμους της, αι οποίαι συνεκρούοντο μετακινούμεναι, ως να ειργάζοντο μαΐστορες ξανασυρταί επάνω, και αναρπαζόμεναι ενίοτε κατέπιπτον εις την εγγύς μικράν πλατείαν ή εθραύοντο με κρότους μεμονωμένους και τρομακτικούς, με απήχημα θλιβερόν θραυομένων αγγείων επί κηδεία νεκρού.
Διελθόντες υπό τους φοίνικας της Βηθανίας, επλησίασαν εις τους συκεώνας του Βηθφαγή, μικρού προαστείου μεσημβρινώς και αντικρύ της Βηθανίας. Εις το χωρίον τούτο, ή εις άλλο εγγύς, ο Ιησούς απέστειλε δύο των μαθητών Του.
Ο Μάχτος εκάθισεν επί σκίμποδος εγγύς της θύρας, και έβλεπε μελαγχολικώς το πέλαγος. Παρήγγειλεν εις τον κάπηλον να τω φέρη ποτήριον οίνου και ύδατος. Ο Κατούνας τον αναγνώρισεν, αλλ' ουδέν είπεν αυτώ. Δύο ή τρεις θαμώνες ευρίσκοντο εν τω καπηλείω. Είς τούτων ήτο ο Σκούντας. Ο Μάχτος αν και εγνώριζεν αυτόν, δεν είχεν αφορμήν ίνα συλλάβη κακήν ιδέαν. Εν τούτοις ο Σκούντας εθεώρει αυτόν λοξώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν