United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή.

Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο. — Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!

Παίρνοντας λοιπόν ο Δερβύσης ένα θρονί εκάθησε, και λέγοντας εκείνα τα δύο λόγια, έπεσε χωρίς αίσθησες· και εν τω άμα το αηδόνι ανέζησε, και άρχισε να λαλή με μεγάλον θαυμασμόν της Ζεμπρούδας.

Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυο θεοί να κάνουν· μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα 35 σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους. Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία παράλυσαν, μες τ' αλαφριά καράβια στρυμωμένοι, λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη.

Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα• για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, κ' εμπρόςτα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115 με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, κ' εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη να μετρήση, θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.

Όσοι δε νομίζουν ότι καλώς διαιρούν εις δύο την ιστορίαν, εις το τερπνόν και το χρήσιμον, και διά τούτο εισάγουν εις αυτήν και το εγκώμιον ως τερπνόν και ευχάριστον, βλέπεις πόσον απομακρύνονται από το αληθές και το ορθόν. Πρώτον μεταχειρίζονται ψευδή διαίρεσιν διότι μία είνε η προσπάθεια και είς ο σκοπός της ιστορίας, το χρήσιμον, το οποίον μόνον από την αλήθειαν παράγεται.

Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;

Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ' οι δυο σας, κρίμαεσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω.

Εξ άλλου, ο Ευσέβιος εναφέρει μίαν ιστορίαν του Ηγησσίππου, Εβραίου το γένος, κατά την οποίαν ο Δομιτιανός, έντρομος προ του ολονέν επιτεινομένου γοήτρου του ονόματος του Χριστού, εξέδωκε διαταγήν όπως εξολοθρευθούν όλοι οι απόγονοι του οίκου του Δαυίδ. Δύο έγγονοι του Ιούδατου «αδελφού του Κυρίου» — έζων τότε ακόμη και ήσαν γνωστοί υπό το όνομα Δ ε σ π ό σ υ ν ο ι.

Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ.