United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.

Ο Παλαμάς έδειξε στο «Άστυ » πως ο Ρωμιός είτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλήτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντίς μια. Ο σκοπός είναι, την καθεμιά να συλλογιστούμε, να ωφεληθούμε κι από τις δυο. Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελλάδα, να την κάμουμε βασίλειο Ρωμαίικο.

Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο. Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες.

Γύρεψε να ξαναφέρη το ρωμαϊκό κράτος με τις παλιές του δόξες. Σηκώθηκαν κατόπι τα φυσικά τα στοιχεία, φούσκωσε η πλημμύρα της Ρωμιοσύνης, του τάπνιξε όλα πρι να βγη ο αιώνας, και πήρε τότες το δρόμο του το ξανανιωμένο το έθνος. Άρχισε τις φοβερές του μονομαχίες μ' Ασιατισμό, με Σλαβισμό, και κατόπι με Φραγκισμό. Ως το δέκατο πέμπτο αιώνα τους πολεμούσε σαν ήρωας τους δράκους του κόσμου.

Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μαςξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας.

Είχανε ως δέκα αφτά σειρές μαβρουδερό απ' ατσάλι, κι' από καλάι ως είκοσι, και δώδεκα χρουσάφι· 25 και δράκοι κατά το λαιμό, τρεις από κάθε μέρος, ατσάλινοι απλονόντουσαν, σα δόξες που στυλώνει ο Δίας μες σε σύγνεφο, προς τους θνητούς σημάδι. Έπειτα βάζει το σπαθί στους ώμους, που σφαντούσαν τ' ατόχρυσά του τα καρφιά, κι' είχε αργυρό τριγύρω 30 φηκάρι που με χρυσωτά λουριά 'ταν κρεμασμένο.

Μια και τον πάρουμε έτσι το μεγάλο αυτό σηκωμό, ανάγκη να τον κατατάξουμε πρώτο πρώτο στα περιστατικά της ζωής του Ιουστινιανού, και για την εθνική ιστορία μας πιο σπουδαιότερο απ' όλες τις δόξες που σαν αστάχια τις θέριζε ο Βελισάριος σ' Ανατολή και σε Δύση.

Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Οι δόξες όμως που τη μια μέρα πετούνε στον αιθέρα και την άλλη πέφτουνε χάμου στάχτη, δεν είναι δόξες, δεν είναι αστέριαείναι πεφτάστερα. Η αληθινή η δόξα έρχεται από έργα που μένουν κι αποφασίζουν την τύχη ενός λαού, καθώς τα έργα του Μεγάλου του Κωσταντίνου. Μας φαίνεται λοιπό σα να μην πήρε ο Ιουστινιανός του Μεγάλου Κωσταντίνου το δρόμο· σα να ζήτησε μάλιστα και να τονέ στραβώση.