United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα την αλήθεια! τι άλλη καλλίτερη δουλειά θες; Ο Γενάρης, λέει, πάει να ιδή πού θα γεννήσ' η μάνα του και ο Απρίλης να στολιστή, να μαράνη πέντε νηές και τη Μάρω του. . . Ο κατεργάρης ο Απρίλης· τι παράξενος μήνας! όλο να σειέται, να σειέται, να λιγυέται και να φιλή τα κορίτσια θέλει. . . Μωρέ, πιέ κρασί να ιδής την υγειά σου! ένα παρά δε δίνω για τον κόσμο· αρκεί νάχη το βαρέλι κρασί!. .

Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.

Είναι και τεμπέλης και έχει και κακές συνήθειες, εσύ ο ίδιος το είπες. Εάν όλα αυτά δεν είναι έλλειψη σεβασμού προς εμάς, προς το σπίτι μας, τότε τι είναι; Πες μου εσύ, με το χέρι στην καρδιά….» «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Έφις. «Είναι όμως ακόμη παιδί, το ξαναλέω. Θα πρέπει να τον βοηθήσουμε, να του βρούμε μια δουλειά.

Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε.

Για τούτο η δουλειά του εργοστασίου μένει πίσω. και για τούτο ίσα ίσα ζήτησα κ' εγώ να σας δω σήμερα, και να σας θυμίσω αυτή την ανάγκη. ΦΙΝΤΗΣ Έχουμε στη μέση τόσες δουλειές, που δε μας επιτρέπουνε να καθυστερήσουμε την εργασία για τόσον καιρό, όσος χρειάζεται για να γίνη η αλλαγή των καζανιών. Μπορούμε να δουλέψουμε όπως όπως.

Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.

Φρόνιμο μέτρο για τη στάση, ολέθριο για τον Ιουστινιανό και τους δικούς του, αφού είταν η φρουρά στο παλάτι έτοιμη να γυρίση με το λαό. Ο Υπάτιος όμως δεν το παραδέχτηκε αυτό, μόνο διάλεξε άλλο αχαμνότερο μέτρο, που για να το κάμη, θα πη πως ή ανόητος είταν, ή ζητούσε σταλήθεια να ευκολύνη τη δουλειά του Ιουστινιανού και του Βελισαρίου.

ΧΡΕΜΗΣ Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις• ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για σένα; ΧΡΕΜΗΣ Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και συκοφάντης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος, μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.

Ακούστηκε σε λίγο από μέσα από το μαγαζάκι η ξενική φωνή του Άγγλου να διατάζη στο μάγειρα, και τα παιδιά του μαγαζιού όσα είταν όξω, έτρεξαν πρόθυμα κι αυτά στους νέους ξένους. Πέρασε κάμποση ώρα. Οι εργάτες των ανασκαφών προτού να καλοφάγουν ακόμα, πήραν τα ξινάρια τους και τα τσαπιά τους, και πνιγμένοι στον ιδρώτα, με τον φλογερό ήλιο κατακέφαλα, μπήκαν πάλι στη δουλειά.

Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούν στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου... — Όμορφη κοπέλλα, της είπε γλυκά ο κυνηγός, εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ' εκεί που κελαϊδούν ταηδόνια είναι η λαχτάρα μου. — Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου.