Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Γιατί σ' ακούει κανείς από την εξουσία κ' ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι. Μα κείνος ο μακαρίτης — τον ήξευρες πώς ήτανε — δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ' αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γερνά μέσα στους δρόμους!
Α’ ΓΥΝΗ Και αν σε κοροϊδέψει κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να στέψη και σαν μπορή ευκόλως, ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος. Α’ ΓΥΝΗ Και αν σου φτιάσουν την δουλειά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι λόγος! να δα η ώρα! θα το δεχτώ• όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα! Α’ ΓΥΝΗ Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;
Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.
Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει. «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&». Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και συμφώνησε πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδουλέψη τον αφεντικό του πάλι για εκατό φλωριά, κι' έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.
Άφησε τώρα το ναό και τη δουλειά που κάνεις και, όπως ο πατέρας σου ποθεί, εις την Αθήνα έλα να πάμε, γιατί εκεί χαρά σε περιμένει, πλούτος πολύς, και μ' όλ' αυτά το σκήπτρο του γονειού σου Κανείς ποτέ δεν θα σε ειπή πως άνομα εγεννήθης, ούτε φτωχός• μα θα' χης συ κ' ευγένεια και πλούτη.
— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.
Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν ως που έκλεισε τα μάτια. Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του.
«Οι Σάμιοι»· — και εσκορπίσθησαν Των απίστων αι φάλαγγες. — Α, τι, ω δειλοί, δεν μένετε, Να ιδήτε, αν το σπαθί μας Κοπτρόν ήνε; Έρχονται, πάλιν έρχονται Χαράς ημέραι, ω Σάμος· Το προμηνύουν οι θρίαμβοι Πολλοί και θαυμαστοί, Που σε δοξάζουν. Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει· Ότε η δουλεία σε αμαύρονε, Σ' είδον· άμποτε νάλθω Να φιλήσω το ελεύθερον Ιερόν σου χώμα.
— Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος; — Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος. — Και χωρίς καμμίαν αιτίαν... — Χωρίς αιτίαν βέβαια. — Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας. — Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!... Γρου!...
— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν. Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του: — Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια! — Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν