United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. τότε οι μνηστήρες έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170 οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— «Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας πηγαίνετετα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175 κ' είναι καλότην ώρα του να γείνη το τραπέζι».

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Λάμπουν τα χρυσά κουμπιά, τα ασημένια σιρίτια από τις στολές, τα τάστα του ακορντεόν. Όλα τα άλλα χάνονται μέσα στο μαργαριταρένιο μισοσκόταδο της φεγγαρόφωτης νύχτας. Η Νοέμι δεν θυμόταν να είχε πάρει ποτέ ενεργό μέρος στο πανηγύρι, ενώ οι μεγαλύτερες αδελφές της γελούσαν και διασκέδαζαν.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.

Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625 με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. και των μνηστήρων οι αρχηγοί καιτην ανδρεία πρώτοι, ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. 'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630 και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας•

Ο Βεζίρης απάντησε ότι φαίνεται ότι οι κυράδες που ζούσαν εκεί διασκέδαζαν με τους φίλους τους και θα ήταν καλύτερα ο Κύριός του να μην επιβάλλει την παρουσία του· όμως στον Καλίφης είχε σφηνωθεί η ιδέα να δει τι συμβαίνει και επέμενε να εισακουστεί η διαταγή του.

Και τότε σαν τα σκυλιά, καθώς λέει ο λόγος, άμα τα λύσουν, επηδούσαν, έπαιζαν το σουραύλι, τραγουδούσανε κ' επάλευαν με τους τράγους και τα πρόβατα. Κ' εκεί που διασκέδαζαν, τους έρχεται άξαφνα γέρος, που εφορούσε φλοκάτα και ποδίνες κ' είχε κρεμασμένο στο πλάι του ταγάρι· κ' ήτανε το ταγάρι του παλιό.

Ήταν δυο ωραιότατοι νέοι από το Νούορο που για να προσελκύσουν την προσοχή των κοριτσιών άρχισαν να ρίχνουν χρήματα στον τυφλό, βάζοντας στόχο το στήθος του και γελώντας κάθε φορά που το πετύχαιναν. Έπειτα πλησίασαν και βάζοντας τώρα στόχο τον Έφις, το διασκέδαζαν.