Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ήταν εύκολο για τη μοιχαλίδα βασίλισσα ν' απλώση χάμου τα Τυριανά χαλιά για τον κύριό της κ' ύστερα, όταν εκείνος λουζόταν στη μαρμαρένια γούρνα μέσα ξαπλωμένος, να του ρίξη 'πάνω από το κεφάλι του το άλικο δίκτυ και να φωνάξη στον ωρηοπρόσωπο εραστή της να τον λογχίση ανάμεσ' από τα πλέγματα στην καρδιά, που θα έπρεπε να είχε ραγίσει στην Αυλίδα.
Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να φοβηθώ τι έχω; Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. — Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;
Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.
Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε• 280 και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη. κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290
Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα 'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».
Αλλ' επέστρεψε πάλιν, έχαψε το δόλωμα, συνελήφθη• ας τον ανελκύσωμεν. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Μη μ' ερωτάς, Παρρησιάδη, περί αυτού διότι δεν γνωρίζω ποιος είνε. ΠΑΡΡ. Λοιπόν, Αριστοτέλη, και αυτόν να τον πετάξωμεν κάτω. Αλλά τι βλέπω; Ένα πλήθος ψάρια του αυτού χρώματος, με αγκάθια και το δέρμα πολύ τραχύ πιο δυσκολόπιαστα από τους αχινούς. Χρειάζεται δίκτυ διά να τα πιάσωμεν και δίκτυ δεν έχομεν.
Έφραξε τα γύρω μας με το δίκτυ του κυνηγού κ' έγραψε 'πάνω στον τοίχο την προφητεία της μοίρας μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε, γιατί είναι μέσα μας. Δεν μπορούμε να την ιδούμε παρά επάνω σε καθρέφτη που να καθρεφτίζη την ψυχή μας. — Είναι η Νέμεσις δίχως τη μάσκα της. Είναι η τελευταία από τις Μοίρες και η τρομερώτερη. Είναι ο μόνος από τους θεούς, που γνωρίζομε το αληθινό του όνομα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν