Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο κόσμος περνούσε ακόμα ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα. Ταμάξια, αι καβαλλάρηδες, οι πεζοί. Εγώ ξαναρώτησα το ζητιάνο: — Γιατί κυττάζεις έτσι αυτό το δρομαλάκι; Ο ζητιάνος χωρίς να γυρίση να με ιδή μου αποκρίθηκε, μ' έναν αναστεναγμό: — Είναι το δρομαλάκι της ευτυχίας. Γέλασα και του είπα: — Ποιος σου το είπε εσένα; Ο ζητιάνος στενοχωρημένος μου μάσησε δυο λόγια: — Δεν ξέρω....

Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.

Με φοβερές δυσκολίες, μ' αδήγητους κόπους, και μ' οικονομία νησιώτικη, μάζεψε μερικά χρήματα, που τα λογάριαζε αρκετά για να γυρίση, όχι δα και για πάντα, μα να παντρευτή, ναφίνη κατόπι το σπιτικό του, να μισεύη πάλι στην καρδιά εκείνη της Τουρκιάς, και να δουλεύη με την παρηγοριά πως κάθε Λαμπρή θα ξανάρχεται σταγαπημένο του σπιτικό. Αυτός είταν ο σκοπός, η έννοια του, η χαρά του.

Φαίνεται πως πολύ τον πόνεσε ο μεγάλος ο σοφιστής τον Ιωάννη, και πως τα σίδερα έφαγε να τον πλανέψη και να τονέ γυρίση ειδωλολάτρη με τα μαγικά εκείνα Ομηρικά παραμύθια του. Μα της μητέρας το θέλημα στάθηκε πιο δυνατώτερο, της μητέρας εκείνης που ο ίδιος ο Λιβάνιος τηνέ θαμάζουνταν, κι ο νους του δεν το χωρούσε πώς να μην ξαναπαίρνη δεύτερον άντρα σα χήρεψε.

Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη.

Ο νέος με ωδήγησεν ενώπιον αυτού, ο δε Πλούτων εθύμωσε τότε και είπε προς εκείνον όστις με ωδήγει• Δεν ετελείωσεν ακόμη το νήμα αυτού, ώστε ας γυρίση πίσω. Συ δε να φέρης τον σιδηρουργόν Δημύλον, ο οποίος ζη περισσότερον αφ' όσον του ανήκει.

Κι ονειρεύοντάς το τανιστορούσε μ' όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτή δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλοιο του. Είταν όμως η κατάστασή του μπλεγμένη, κ' έπρεπε να γυρίση τα χωριά να μαζέψη τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήση.

Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος.

Τάκαμε όλα χρήμα χρυσό κι άργυρο, αφού έγραψε πρώτα των ιερέων πως πιο ασφαλισμένος θα είναι ο θησαυρός στα χέρια του, και πως αν τα ξοδέψη, πάλε με τόκο θα τα γυρίση.

Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν