Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντή 'ς τα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθε 'ς τον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.
Δηλαδή ας εξετάσωμεν, δι' όνομα των θεών, το εξής περί των νομοθετών. Τι δηλαδή; Γράμματα βεβαίως, είναι και οι συγγεγραμμένοι λόγοι άλλων πολλών συγγραφέων εις τας διαφόρους πόλεις, αλλά γράμματα είναι και οι λόγοι του νομοθέτου. Πώς δεν είναι;
Μέσα στους Ευμορφόπουλους από γενεές γενεών εβασίλευε κάποια αμφιβολία για την ωφέλεια που φέρνουν τα γράμματα στον άνθρωπο. Οι δάσκαλοι έλεγαν την παροιμία τους και την υποστήριζαν με φανατισμό, όπως οι μοναχοί τα θάματα που κάνει το κόνισμά τους. Ο πολύς λαός όμως τους σεβότανε για τη σοφία τους μα δύσκολα επίστευε στα επιχειρήματά τους.
ΡΩΜΑΙΟΣ Απ' την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ; Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα. Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου, Τι κάμν' η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν. Όταν εκείν' ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.
Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν.
Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν». Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν.
ΚΕΝΤ Τους ηύρα εις το σπίτι των, κ’ εκεί τα γράμματά σου τα έδωκα 'ς τα χέρια των, γονατιστός εμπρός των, Ακόμη εγονάτιζα το σέβας μου να δείξω, κ' εμβαίνει έξαφνα εκεί τρεχάτος ταχυδρόμος λαχανιασμένος, βιαστικός, ιδροπερεχυμένος. και από την κυρίαν του, την Γονερίλην, φέρνει χαιρετισμούς και γράμματα. Με άφησαν εμένα κ' εδιάβασαν το γράμμα της.
Αυτά τα γράμματα άρχιζαν από τη φυλλάδα, πούτον το αλφαβητάριο τότε· κι' από τη φυλλάδα περνούσαν στον Οκτώηχο, στο Ψαλτήρι και σάλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλ' ο Οκτώηχος είχε στην αρχή του το κεφαλαίο και το μικρό αλφάβητο κέτσι ο μαθητής μπορούσε να περάση και χωρίς ιδιαίτερη φυλλάδα, με τη βοήθεια του δασκάλου και την παρακίνηση της βίτσας του.
— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·
Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν