United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε, είπεν ο Στάθης. Ο γέρο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς·Άλλοι σπέρνανε, κι' άλλοι θερίζουνε.

Μπορούμε ακόμη και πλούσιοι να γίνουμε, μπαρμπα-Έφις, ποιος ξέρει; Όλα μπορούν να γίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο∙ πιστεύω πως όλα μπορούν να γίνουν.» «Μήπως δεν είσαστε κιόλας πλούσιοι; Ποιοι είναι πλουσιότεροι από εσάςΈσκυψε επάνω του, χαριτωμένη και παιδούλα, όπως ήταν κάποτε. «Αυτό έλεγα κι εγώ πάντα!

Αχ, Κυρία Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου ! δεν ακούτε ; ελάτε να σας σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο ! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! -κ' έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της αυλής. . . Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία σαν πούπουλο !-και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι.

Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μυίγες να γίνουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας ταυτιά! Κόπιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τακούσης και να τα χορτάσης. Κόπιασε να το νοιώσης πως πολιτικά πάει να πη ποιος να πρωταρπάξη.

Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ως τόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός. Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το &Μπουντουάρ&, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τάχει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξη βελόνι, μήτ' ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της.

Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώση όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίναις κ' ένα κριάρι; — Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.

Καλήτερα, λέω, να μάθη πώς είμαστε σήμερα. Τι θα βγη με τα περασμένα; Αν έκαν' έτσι ο πατέρας σου, δε θα είχαμε σήμερα τούτη την τρυπούλα. Κ' έπειτα να σου ειπώ· επρόσθεσε μαλακώτερα· καλά είσαι συ στα βιβλία. Ας το το παιδί να πάρη το δρόμο του. Δε μπορεί να γίνουμε όλοι σοφοί! — Καλά, μητέρα, καλά· είπε ο Αριστόδημος, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του· ας γίνη ό,τι θες.

Πρέπει να νοιώθω την Πόλη, όπως πρέπει να νοιώθω την αρχαία Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες, ούτε Βυζαντινοί.

Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».

Πέφτει το εργοστάσιο του Φιντή, όπως η φάμπρικα του ΝτραΪσιγερ στους «Ανυφαντές» του Χάουπτμαν. Έχουμε τόσα να χαλάσουμε, που δεν μπορούμε να γίνουμε οικοδόμοι.