United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων. Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακά τους σκύλλο, μηδέ φοβούνται από κλεψιά — η φτώχια τους φυλάει. Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.

Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . . — Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.

Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του με αγανάχτησι. Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος. Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει.

Όταν τινές θέλουσι να δώσωσιν αμοιβαίον όρκον, τρίτος τις άλλος άνθρωπος ιστάμενος εν τω μέσω αυτών χαράττει με λίθον οξύν πλησίον των μεγάλων δακτύλων το μήλον της χειρός των ορκιζομένων, λαμβάνων δε έπειτα ολίγον χνουν εκ του ιματίου αυτών τον βρέχει με αίμα και αλείφει επτά λίθους τεθειμένους εκεί. Ταύτα πράττων επικαλείται τον Διόνυσον και την Ουρανίαν Αφροδίτην.

Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. 105 και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων, εφθάσαμε, οπούτων θεών την δύναμι θαρρώντας, ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν, αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν, σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος 110 ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας. βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν, αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων εις βαθειά σπήλαια, και καθείςτην σύντροφο, 'ς τα τέκνα είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. 115

Και σε λιγάκι τον θωράει ζερβά ζερβά της μάχης που γιάρδωνε έλεγε έσκουζε στους άντρες να βαρούνε, και πήγε στάθηκε κοντά και τούπε αφτά τα λόγια «Αντίλοχε, έλα γλήγορα, θεόσπαρτε, να μάθεις 685 πικρή είδηση που έτσι αχποτές ας μη μας είχε τύχει! Τώρα το βλέπεις μόνος σου, το ξέρεις πως ο Δίας εμάς μας βρέχει συφορές και πως νικούν οι Τρώες.

Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.

Εν καιρώ ραγδαίας βροχής η οδός γίνεται και πάλιν χείμαρρος, αλλ' αντί κρημνών και πετρών περιορίζεται εκατέρωθεν υπό οικοδομών, των οποίων αι θύραι υπέρκεινται ικανώς του εδάφους διά τον φόβον της πλημμύρας. Ώστε η ονομασία της οδού έχει εισέτι τον λόγον της. Ευτυχώς δεν βρέχει συχνάκις εις Σύραν, αλλ' όταν τούτο συμβαίνη ο Ποταμός ενίοτε είναι αδιάβατος.

Πρώτος και ισχυρότατος λόγος είναι ότι εκ των κλιμάτων εκείνων πνέουσιν άνεμοι θερμοί· δεύτερος λόγος είναι ότι εκεί μήτε βροχή πίπτει μήτε κρύσταλλα σχηματίζονται. Πανταχού όπου πίπτει χιών, αναγκαίως βρέχει εντός των πέντε ακολούθων ημερών· εάν λοιπόν έπιπτε χιών εις τα μέρη εκείνα, θα έπιπτεν επίσης και βροχή.

Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθητο γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη• «δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355 ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας• αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».