Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα. Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα!

Έκλεισα την θύραν μετά σπουδής. Εφοβήθην μη την ίδη και ο Νίκος. Διατί και πόθεν η τοιαύτη μου μέριμνα, κ' εγώ δεν ηξεύρω. Αλλ' ο Νίκος είχεν επίσης ίδει την άκραν της εσθήτος και, δραμών ακροποδητί προς την θύραν, έκυψε και προσεκόλλησε τον οφθαλμόν του εις την κλειθρίαν. Ηγανάκτησα διά το άτοπον της πράξεως και επροσπάθησα να τον αποσύρω εκείθεν, αλλ' ήτο στερεός ως βράχος.

Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».

Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου.

Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε. Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Και μοναχά τούτα; Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Τους μιλάς και σου μιλούνε. Ταγαπάς και σ' αγαπούνε. Τύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους. Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα, Ούτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.

« Η άτιμη η προδοσιά »Του Γώγου του Μπακώλα » Μας έφαγε. Μας έκαμε » Να βγούμε 'ντροπιασμένοι » Φώναζα γω δεν μ' άκουγαν. »'Σ το λόγκο σκορπισμένοι » Φεύγουν. Τα παλληκάρια μας » Εφοβηθήκαν όλα.» «'Στο Μεσολόγγι πέρασα » Τότ' έρημος, μονάχος. » Ξημέρωναν Χριστούγεννα » Γιορτάσαμε τη μέρα » Με του Βριώνη τη σφαγή· »'Στή μάχη την υστέρα, »'Σ ταις βόμβαις του καθόμουνε «'Στή ντάπια μου 'σα βράχος

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν