Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθή. Δεν ήτο άνθρωπος να πηγαίνη στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να εξοδεύση και δέκα πέντε χιλιάδας, και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχη. Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας, το ολιγώτερον.

Ο νέος υποπτευόμενος δόλον λέγει της μητρός του να μη δείξη λύπην διά την αναχώρησίν του και αφού περάση ένα έτος να διορίση την κηδείαν του, επειδή αυτός ήταν βέβαιος ότι τότε θα επανέλθη ευτυχής.

Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.

Όσον δι' εμέ, έσο βέβαιος ότι δεν θα θεωρήσω ως σφάλμα σου, εάν προχωρήσης εις αυτόν τον έλεγχον και την απόδειξιν. Όσον δι' αυτό προχώρει με θάρρος. Ξένος. Εμπρός λοιπόν, τι αρχήν άραγε πρέπει να κάμη κανείς εις ένα παρακινδυνευμένον λόγον; Διότι νομίζω, παιδί μου, ότι είναι μεγάλη ανάγκη να πάρωμεν αυτόν τον δρόμον. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή; Ξένος.

Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον, Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν, έχεις άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις όλους τους ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως ευχαριστημένος, εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και χωρίς να σου φέρω άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς θλίψιν, είμαι βέβαιος ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν τελείαν ευτυχίαν.

Έτεινα το ους κατεχόμενος υπό της αγωνίας δεισιδαίμονος τρόμου, αλλ' ο κρότος είχε παύσει. Παρετήρησα το πτώμα μετ' επιμονής, αλλ' ουδέ την ελαχίστην κίνησιν ηδυνάμην να διακρίνω επ' αυτού. Εν τούτοις ήμην βέβαιος ότι δεν ηπατήθην. Είχα ακούσει εναργέστατα και εν πλήρει συναισθήσει εμαυτού.

Ώστε ειπέ καλά και ευγενώς, τι νομίζεις ότι είναι η επιστήμη; Θεαίτητος. Βεβαίως, Σωκράτη μου, αφού συ το απαιτείς είναι ανάγκη να γίνη. Διότι είμαι βέβαιος ότι και αν κάμω κανέν λάθος θα μου το διορθώσετε. Σωκράτης. Βεβαιότατα, αν είμεθα εις θέσιν. Θεαίτητος.

Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα, και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι· και καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί δεν στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την ευτυχίαν τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε σπουδήν μου διά να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον· είμαι βέβαιος, ότι αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς δείχνομαι εις τους οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από ζωντανόν πόνον που με θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να προξενηθή μία βαθεία θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την χώραν.

Ευθύς ο δεύτερος γέρων που είχε τα δύο σκυλλιά εγύρισε προς το Τελώνιον και του λέγει· θέλω να σου διηγηθώ εκείνο που συνέβη μεταξύ εμού και τούτων των δύο σκύλλων, και είμαι βέβαιος ότι θέλει φανή πλέον θαυμασιωτέρα από εκείνην που ήκουσες, αλλ' όταν σου αρέση μου χαρίζεις το δεύτερον τρίτον της συμπαθείας του πραγματευτού; Λέγει το Τελώνιον θέλω σου κάμει ό,τι ζητείς.

Ειλικρινώς δε σοι λέγω ότι προτιμώ να σκιάζωμαι τους ληστάς επί της λεωφόρου παρά να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είνε καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ή σιμωνιακός, ο τμηματάρχης, ο ταμίας, ο λοχαγός, ο έμπορος, ο δημοσιογράφος ή ο ιερεύς των οποίων σφίγγω την χείρα εν αιθούση ή ασπάζομαι αυτήν εν εκκλησία».

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν